Παράδοση Περιοχής Σύμφωνα με κάποια παράδοση το χωριό Κουκκούλια ή Κουκουλίστα το ’χτισαν στοιχειωμένοι άνθρωποι. Από εκεί που πρώτα ζούσαν, πριν στοιχειώσουν, ο Θεός τους έδιωξε, με τα τσιμπήματα μεγάλων κουνουπιών. Όσοι γλύτωσαν ήταν οι στοιχειωμένοι. Έφυγαν και σταμάτησαν εδώ στην Τζούμα κι έχτισαν το χωριό Κουκκούλια. Μία άλλη παράδοση μιλάει σχετικά για τα ερειπωμένα κοντινά Κάστρα του Κουκουλιού και του Γεροβουνίου: Ο Πρωτομάστορας του δεύτερου δέχτηκε να παντρέψει την κόρη του με το γιό, του Πρωτομάστορα του Κάστρου των Κουκουλίων. Ο γαμπρός όμως πριν από το γάμο μετάνιωσε, κι ο Πρωτομάστορας του Γεροβουνίου, μέσα στην αγανάκτησή του πέταξε το μαστορικό του σφυρί και γκρέμισε το Κουκουλιώτικο Κάστρο. Ύστερα οι Κουκουλιώτες, μαθήτευσαν κοντά σ' έμπειρους ξένους οικοδόμους, απ΄όπου έμαθαν τόσο καλά την οικοδομική τέχνη, ώστε έβγαλαν τους καλύτερους μαστόρους της πέτρας (πελεκάνους) και ξανάχτισαν σίγουρο το Κάστρο τους. Κατά μία άλλη εκδοχή το χωριό μας είχε χτιστεί στη θέση, που φέρει σήμερα το όνομα «Παλιοχώρι». Οι κάτοικοί του ύστερα από μια θανατηφόρα επιδημία εξαφανίστηκαν. Κατόρθωσε να γλυτώσει μόνο μία γυναίκα με τα παιδιά της, η οποία κατέφυγε σε μία σπηλιά που βρίσκεται στην τοποθεσία «Δύο λιθάρια», όπου και απομονώθηκε. Η σπηλιά αυτή είναι γνωστή σήμερα με το όνομα «Μπιστούρα της Αθάνως».Κατά την παράδοση οι πρώτοι άνθρωποι που έχτισαν τα Κουκούλια ήταν μελαχρινοί, συγγενής φυλή προς τους Σημίτες, κι ύστερα από 200 χρόνια έφυγαν. Γύρω στα 1350 ορεινοί Αλβανοί «Γκέκηδες», με επικεφαλής τους Πέτρο Λιόση και Μπούνα Σπάτα, παίρνοντας μαζί τους τις οικογένειές τους εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Τζουμέρκων σαν κτηνοτρόφοι. Οι Αλβανοί αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τους μισθοφόρους Τουρκαλβανούς, που εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδος μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Γενικά πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι, μετά την κατάκτηση της Αλβανίας από τη Σερβική αυτοκρατορία, ένα ρεύμα μεταναστευτικό Αλβανών ορεσιβίων με τα ζώα τους, συναντάτε στον Ηπειρωτικό χώρο. Όταν έγιναν Καθολικοί, οι ηγεμόνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου ύστερα από χρόνια τους έδιωξαν, επειδή έκαναν επαναστάσεις και επιδρομές σε βάρος τους, για λόγους θρησκευτικής, κυρίως, αντιδικίας. Ήταν τούτοι Ορθόδοξοι και εκείνοι Καθολικοί. (Βιβλίο Χρ. Θεοδώρου «το Χωριό μου Κουκούλια Τζουμέρκων») Μία άλλη παράδοση αναφέρει:Για να φτιάσουν το κάστρο της Κουκουλίστας οι Έλληνες, επειδής δεν έβρισκαν εκεί σιμά μεγάλα λιθάρια, πήγαιναν σε δυο ώρες μακριά και κουβάλαγαν πέτρες από πάνω από τα Σχωρέτσαινα. Σήκωναν πέτρες τόσο μεγάλες, που δεν μπορούν τώρα να τις αναταράξουν ούτε με βιζίλες (μοχλούς). Τόσο στοιχειωμένοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι, γυναίκες άντρες. Αλλά τότες τους ήρθε ο σωσμός τους. Ο Θεός έστειλε κάτι κουνούπια που τους τσίμπαγαν και πέθαιναν ο ένας κοντά στον άλλον. Και μια Ελλένισσα, πόφερνε ένα θεόρατο λιθάρι για το κάστρο, δεν πρόφτασε να τ' αποσώσει στην Κουκουλίστα και πέθανε στο δρόμο. Και το λιθάρι έμεινε σιμά στο λαγκάδι που χωρίζει την Τζιούμα από τα Σχωρέτσαινα… (ΗΠΕΙΡΟΣ, ΣΧΩΡΕΤΣΙΝΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, 20. αι.ί.)
Φορεσιές Ανδρική Σιγκούνι με μανίκια πίσω ή φουστανέλα, γιλέκο, πουκάμισο μακρύ, ανοιχτό μπροστά, για να φαίνεται το στήθος, κάλτσες μακριές, κάπα, παντελόνι (υφαντό φαρδύ στο γόνατο, στενό στο μηρό, χρώματος μπλε ή μαύρο) ή βρακί. (Όταν φορούσαν κοντό πουκάμισο, είχε πλατιά μανίκια). Ακόμα φέσι με φούντα και τσαρούχια με πολύχρωμη φούντα. Γυναικεία Σιγκούνι, σακάκι, φουστάνι ή φούστα (υφαντά, χρώματος, μαύρο, κόκκινο, μπλε ή πράσινο) με φέλπα (κομμάτι βελούδινου υφάσματος πριν το τελείωμα του ρούχου), βρακί όχι, πουκάμισο που σκέπαζε την φούστα και ένα μαντήλι μαύρο με λουλούδια στο κεφάλι, ποδιά υφαντή κεντημένη, δαχτυλίδια στα χέρια και σκουλαρίκια στ’ αυτιά. Παπούτσια ένα μόνο ζευγάρι, από τότε που γίνονταν νύφες. Οι περισσότερες φορούσαν συνήθως τσαρούχια με κόκκινη φούντα. Μία άλλη παράδοση αναφέρει:Για να φτιάσουν το κάστρο της Κουκουλίστας οι Έλληνες, επειδής δεν έβρισκαν εκεί σιμά μεγάλα λιθάρια, πήγαιναν σε δυο ώρες μακριά και κουβάλαγαν πέτρες από πάνω από τα Σχωρέτσαινα. Σήκωναν πέτρες τόσο μεγάλες, που δεν μπορούν τώρα να τις αναταράξουν ούτε με βιζίλες (μοχλούς). Τόσο στοιχειωμένοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι, γυναίκες άντρες. Αλλά τότες τους ήρθε ο σωσμός τους. Ο Θεός έστειλε κάτι κουνούπια που τους τσίμπαγαν και πέθαιναν ο ένας κοντά στον άλλον. Και μια Ελλένισσα, πόφερνε ένα θεόρατο λιθάρι για το κάστρο, δεν πρόφτασε να τ' αποσώσει στην Κουκουλίστα και πέθανε στο δρόμο. Και το λιθάρι έμεινε σιμά στο λαγκάδι που χωρίζει την Τζιούμα από τα Σχωρέτσαινα… (ΗΠΕΙΡΟΣ, ΣΧΩΡΕΤΣΙΝΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, 20. αι.ί.) Παιδική Τα παιδιά, μέχρι και την ηλικία των εφτά χρόνων, φορούσαν φουστάνι, όπως και τα κορίτσια, χωρίς βρακί και παπούτσια. (Η συγκέντρωση των στοιχείων έγινε από το βιβλίο του Χρ. Θεοδώρου «Το Χωριό μου Κουκουλια Τζουμέρκων» και πληροφορίες από γέροντες – γερόντισσες του χωριού)
Μουσικά όργανα Βιολί, Κλαρίνο, Ντέφι, Κιθάρα, Λαούτο
Οικιακά σκεύη Τα οικιακά σκεύη και τα έπιπλα που υπήρχαν ήταν λιγοστά. Ένας γάστρος, πυροστιά, κρεμαστάλα, μάσια, απαραίτητα χαλκώματα (τέντζερη, κατσαρόλα, τηγάνι), δύο σκαφίδια (συχνά σκαμμένοι κορμοί δέντρων), ένα για ζύμωμα και ένα για πλύσιμο, ένα καζάνι, ανάλογα ταλάρια, βαρέλα για νερό, δύο ταψιά ένα τσουκάλι και χλιάρια (ξύλινα αρχικά κι αργότερα μπρούτζινα) όσα τα άτομα της οικογένειας. Αντί για πιάτα, χρησιμοποιούσαν το καπάκια της κατσαρόλας και το σαγάνι. Τα φαγητά που μαγειρεύονταν στο ταψί ή στο σνι, τα τρώγανε μέσα από αυτά. Έβαζαν στο μέσον της τάβλας το ταψί ή το σνι ή το νταβά, καθόντουσαν γύρω-γύρω στα σκαμνιά (κουτσούπια) ή κάτω, διπλοπόδι και έτρωγαν. Άλλα οικιακά σκεύη και έπιπλα ήταν: το Σεντούκι, ο Πετρογιάρης για το άνοιγμα των φύλων ζύμης, το Πλαστήρι, η Σήτα για να κοσκινίζουν το αλεύρι, το κόσκινο, η κασέλα, ο μπρούτζινος χειρόμυλος (για καφέ και πιπέρι), το χαβάνι. (Η συγκέντρωση των στοιχείων έγινε από: το βιβλίο Χρ. Θεοδώρου «το Χωριό μου Κουκούλια Τζουμέρκων» και πληροφορίες από γέροντες - γερόντισσες του χωριού)
Επαγγέλματα 1. Μάστορας Αν ψάξεις με το κερί κανένα σπίτι στα Κουκούλια δεν θα βρεις να μην έχει βγάλει μάστορα (χτίστη). Τα Κουκούλια σαν ορεινό χωριό, είναι άγονο και φτωχό. Το επάγγελμα του χτίστη ανάγκαζε τους Κουκουλιώτες να ταξιδεύονται. Μία παρέα από 8-10 μαστόρους και δύο (2) παιδιά ξεκίναγαν, για να βρουν δουλειά στο Καρπενήσι, στο Βάλτο, στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία και σε άλλες περιοχές. Στο ξεκίνημά τους έμοιαζαν με τους βλάχους που άφηναν τα βουνά, για τους κάμπους και με τα χελιδόνια που πήγαιναν σ’ άλλους τόπους να ξεχειμωνιάσουν. Στο ξεκίνημά τους δεν έλειπε το μεταγωγικό τους, στο οποίο φόρτωναν σκεπάσματα και ρούχα «Μετάξι το λέγαν», τα εργαλεία τους καθώς και τρόφιμα για όσες μέρες θα έκαναν πεζοπορία. Στα Χάνια, που ήταν στο δρόμο τους, έμεναν τα βράδια, μόνο όταν ο καιρός ήταν βροχερός, διαφορετικά τους φιλοξενούσε η εξοχή. Η κάθε παρέα αποτελούνταν από την ίδια οικογένεια: Πατέρας, παιδιά, γαμπροί και κανένας στενός συγγενής. Η οικονομία ήταν το γνώρισμα της κάθε παρέας, γιατί έπρεπε πριν έρθει ο χειμώνας, να γυρίσουν με χρήματα στο χωριό. Για να γίνει η οικονομία, όλη η παρέα έκανε κοινό συσσίτιο. Οι πάντες πειθαρχούσαν στον Πρωτομάστορα, που ήταν συνήθως ο πιο ηλικιωμένος κι ο πιο καλός τεχνίτης. Αυτός έκανε κουμάντο για όλες τις δουλειές και είχε το προνόμιο να δουλεύει στη σκιά, αφού ήταν ο πελεκητής των αγκωναριών. Τα σπίτια, οι εκκλησιές, τα γεφύρια και οι αυλόπορτες, που έχτισαν οι μάστοροι των Κουκουλιών, θα μείνουν σαν παραδοσιακή αρχιτεκτονική, σ΄όλους τους τόπους που πέρασαν και δούλεψαν. Αξίζει να σημειωθεί, πως η Αρχαιολογική Υπηρεσία της Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Αθήνας, Κουκουλιώτη πελεκάνο (τον Αλέξη Παπαπάνο) βρήκε να αναστυλώσει την Ακρόπολη, του οποίου το χτένι, το καλέμι και το κοπίδι (εργαλεία πελεκάνου) έφτιαχναν αριστουργήματα, που συναγωνίζονταν, τα έργα των πελεκάνων που χρησιμοποίησε ο Φειδίας, όταν έχτισε την Ακρόπολη. Για να γίνει κάποιος χτίστης έπρεπε να περάσει από πολλά στάδια. Πρώτα γινόταν «Λασποπαίδι», μετά «Μπλαροπαίδι», ύστερα εργάτης υλικών. Ακολουθούσε βοηθός χτιστού, χτίζοντας μόνο απ’ το μέσα μέρος του τοίχου και τέλος «χτίστης», που μπορούσε να χτίζει και απ’ το έξω μέρος. 2. Χτίστης Η χτιστική τέχνη παρουσιαζόταν από τον χτίστη του εξωτερικού μέρους του τοίχου. Φορούσε την ποδιά με την μεγάλη τσέπη, που φιλοξενούσε τα εργαλεία του: «το πασσέτο», «το αλφάδι», «τη γωνιά» και «το ζύγι» για να μετρά, ν’ αλφαδιάζει, να γωνιάζει τον τοίχο και να ζυγίζει την κατακόρυφη γραμμή. Ακόμα απαραίτητα γι’ αυτόν εργαλεία ήταν «το σφυρί», «το μυστρί», «το σκεπάρι», «το πριόνι», «ο ματρακάς», «το χτένι» μερικά «σουβλιά», (κοπίδια, βελόνια), «κορδέλα» ένα κουβάρι σπάγκο, το «μολύβι» (συνήθως στο αυτί) κ.α. μικροεργαλεία, που το φιλοξενούσε μια μουσαμαδένια τσάντα. Έπρεπε να ελέγχει το «βοηθό» του και το «λασποπαίδι». Να ελέγχει το ζύγι, την αλφαδιά, τα μέτρα του τοίχου, να χωρίζει τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού, συμβουλευόμενος τον αρχιμάστορα. Γενικά ήταν ο υπεύθυνος για το σωστό χτίσιμο της πλευράς του σπιτιού, που του είχε ορίσει ο «Αρχιμάστορας».Οι κτιστάδες και γενικά όσοι ασχολούνταν με τις οικοδομικές εργασίες, στις μεταξύ τους, συζητήσεις χρησιμοποιούσαν τη δική τους γλώσσα. Τη λέγανε «Μαστορική» και στη δική τους διάλεκτο «Κουδαρίστικη». Η γλώσσα αυτή και σήμερα ακόμα χρησιμοποιείται από πολλούς μαστόρους του χωριού μας.Είναι γλώσσα με πλήρες λεξιλόγιο κι έτσι είναι αδύνατο να καταλάβεις τι λένε μεταξύ τους. Για παράδειγμα αναφέρω μερικές λέξεις: «Κούδαρος = Μάστορας, Κούφιο = σπίτι, Σφέλης = άνδρας, Σφέλου = γυναίκα, λαγούλι = αγόρι (παιδί) , αγκίδα = κορίτσι, μανεύω = τρώγω, γκιμεύω = κοιμάμαι, ξεφλιάζω = μιλώ, μαρτυράω, ξυσέρνομαι ή ξυσέρομαι = έρχομαι, πηγαίνω, Μιχάλης ή γκουμούτσι = κρέας, φουσκοκοίλια = φασόλια, βαζούρια = αυτιά, σκρούμπος= καφές, τροχός = κρασί, τροχεύω, = πίνω, μεθώ, απαλούδια = σύκα, γαζιέλι ή γκαζιέλι = γαϊδούρι, κατσάλι = σκύλος, ματσιόλου = γάτα, μπραβίζω = φτιάχνω, κατασκευάζω, ραπουτίζω = δουλεύω, ράπου = δουλειά, γκουλιέμος = προϊστάμενος, σιαλούτα = δραχμή, στρογγύλια = αυγά». «Να μας μπραβίσει η σφέλου στρογγύλια να μανέψουμε» = να μας φτιάξει η κυρά αυγά να φάμε. Τσλίζεις κουδαρίστικα; = γνωρίζεις μαστορικά; Δύσκολη η δουλειά των μαστόρων, αλλά πιο δύσκολο ήταν το χτίσιμο του σπιτιού για τον ιδιοκτήτη. «Όποιος δεν έχτισε σπίτι και δεν πάντρεψε κοπέλα δεν ξέρει τίποτα», έλεγαν οι παλιοί. Και είχαν δίκιο. Αφού και σήμερα ακόμη το σπίτι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, που αντιμετωπίζει κάθε οικογενειάρχης. Θεωρούνταν και ήταν πάντοτε κατόρθωμα το χτίσιμο του σπιτιού στην εποχή εκείνη, γιατί εκτός από την προσωπική εργασία του ιδιοκτήτη και την ταλαιπωρία όλης της οικογένειάς του, απαιτούσε και πολλά χρήματα, γιατί όλα γίνονταν από ανθρώπινο χέρι. Αν το σπίτι θα το έχτιζε με ασβέστη, έπρεπε πρώτα να φτιάσει και να κάψει την ασβεσταριά, για να εξασφαλίσει την ασβέστη, που θα του χρειάζονταν και να βρει το μέρος, που θα έβγαζε τον άμμο. Αν θα το έχτιζε με λάσπη, έπρεπε να συγκεντρώσει το κατάλληλο χώμα και να βρει άχυρο που θα ’ριχνε στη λάσπη, για να δέσει. Να συγκεντρώσει την πέτρα. Να υλοτομήσει τα ξύλα, που θα του χρειάζονταν για τη σκεπή, συνήθως εποχή με γιομάτο φεγγάρι, για να του βγουν γερά και να μην σαρακώνουν. Να τα κουβαλήσει στην πλάτη του, τις περισσότερες φορές και συνήθως νύχτα, γιατί τα υλοτομούσε δίχως άδεια. Η εργασία αυτή γινόταν ένα χρόνο πριν το χτίσιμο, για να στεγνώσουν τα ξύλα. Να σκάψει με σκαπάνη και φτυάρι τα θεμέλια. Να ακολουθήσει το παζάρεμα και το κλείσιμο της συμφωνίας με τους μαστόρους. Η συμφωνία συνήθως έκλεινε ή με «αποκοπή» ή με το «μεροκάματο», ανάλογα με την εργασία. Στην περίπτωση «αποκοπής», έπρεπε να κανονιστεί και το φαγητό, δηλαδή αν ο ιδιοκτήτης κατά το χρόνο της εργασίας θα ταΐζε τους μαστόρους ή δεν θα τους διέθετε φαγητό, θα εργάζονταν δηλαδή ξίψωμα (χωρίς ψωμί) όπως έλεγαν. Εκτός από όλες τις προηγούμενες ταλαιπωρίες ο ιδιοκτήτης στο τέλος έπρεπε να πληρώσει στους μαστόρους ένα σεβαστό ποσό για την εποχή εκείνη. Πάρα πολλές ήταν πράγματι οι σκοτούρες του ιδιοκτήτη. Για τους κτιστάδες υπήρχαν δύο σταθμοί στο κάθε σπίτι που έχτιζαν. Ο πρώτος ήταν το θεμελίωμα του σπιτιού, που γινόταν μεγάλη γιορτή. Ο νοικοκύρης θα ’σφαζε σφαχτό, για να χυθεί αίμα στα θεμέλια και στην πρώτη πέτρα, για να στεριώσει το σπίτι. Η συνήθεια αυτή ίσως ήταν απομεινάρι της παράδοσης απ’ το γεφύρι της Άρτας, που ο Πρωτομάστορας για να στεριώσει το γιοφύρι, θυσίασε στα θεμέλια τη γυναίκα του. Το έθιμο διατηρείται και σήμερα ακόμη σε πολλά χωριά. Ακολουθούσε το μεσημέρι γλέντι. Το σφαχτό ψηνόταν και το τραπέζι γιόμιζε μαστραπάδες με καλό κρασί. Ο δεύτερος σταθμός ήταν το τελείωμα του σπιτιού. Χαρά και για το νοικοκύρη και για τους κτιστάδες. Για το νοικοκύρη γιατί έβλεπε το σπιτικό του να τελειώνει και για τους κτιστάδες, γιατί κόντευε ο χρόνος, που θα έπαιρναν τα χρήματα, που θα έπεφτε ο «μαμουνάς», όπως έλεγαν. Εκτός από τα χρήματα ήταν και τα δώρα. Όταν το σκέπασμα του σπιτιού έφτανε στο τέλος του, συνηθίζονταν, οι υπόλοιπες οικογένειες του χωριού να στέλνουν δώρα στους κτιστάδες. Κάθε φορά που έφτανε κάποιο δώρο, όλοι μαζί οι χτίστες χτυπούσαν τα σφυριά τους για σαματά και συγχρόνως κάποιος απ’ αυτούς, που είχε την πιο βροντερή φωνή, άρχιζε τις ευχές, φωνάζοντας δυνατά για ν’ ακούσει όλο το χωριό. «Καλωσόρισε το δώρο απ’ την οικογένεια… (π.χ. του Θωμά Μήτση). Να ζήσει σαν τα ψηλά βουνά, να χαρεί παιδιά κι αγγόνια κλπ.. Όσο πιο ακριβό ήταν το δώρο, τόσο περισσότερες ευχές ακούγονταν. Ωραίες συνήθειες, ανάλογα με την εποχή. Σήμερα όλα άλλαξαν. Τον χτίστη σπάνια τον ακούς με το παλιό του όνομα. Σήμερα τον ονομάζουμε οικοδόμο. Την πέτρα την αντικατέστησε το τούβλο. Τη λάσπη και τον άσβεστη, το τσιμέντο. Τα μεταφορικά ζώα και το «μπλαροπαίδι» το αυτοκίνητο και ο φορτωτής. Την «κοπάνα», το αναβατόριο. Την πλάκα για τη σκεπή, το σίδηρο και το τσιμέντο ή τα κεραμίδια. Όλα λοιπόν άλλαξαν. Χάθηκαν και τα έθιμα. 3. Λασποπαίδι Δύσκολη δουλειά, γιατί εκτός του ότι ήταν κουραστική, το λασποπαίδι ήταν συνήθως και μικρής ηλικίας. Το εργαλείο του «Λασπιά» ήταν η «κοπάνα». Έτσι έλεγαν ένα ξύλινο δοχείο μεταφοράς της λάσπης. Ανακάτευε τη λάσπη, γιόμιζε την «κοπάνα», την φορτωνόταν με αέρα στην πλάτη του και ανεβαίνοντας τις σκαλωσιές, την έφτανε στους μαστόρους, στο δεύτερο και καμιά φορά στο τρίτο πάτωμα. Όλη αυτή τη δουλειά την έκανε βιαστικά, να προλαβαίνει τους μαστόρους και να του περισσεύει και χρόνος. Για να παρακολουθεί το χτίσιμο. Άνοιγε τα μάτια του δεκατέσσερα. Ο καημός του ήταν κρυφός. Να ξεφύγει γρήγορα απ’ αυτή τη δουλειά. Να γίνει κι’ αυτός χτίστης. 4. Μπλαροπαίδι Η δουλειά αυτή χρειάζονταν γεροδεμένο παιδί, για να μπορεί να φορτώνει στα ζώα τις πέτρες και τον άμμο.Φόρτωνε στα ζώα τα υλικά, τα συνόδευε στο δρόμο, για να μη «γείρει» κανένα ζώο και τα ξεφόρτωνε στην οικοδομή. Η δουλειά αυτή άρχιζε το πρωί με το χάραμα και τελείωνε το βράδυ όταν κρυβόταν ο ήλιος. Όλη μέρα δουλειά και το βράδυ, που όλοι ξεκουράζονταν, το «Μπλαροπαίδι» έπαιρνε το δρόμο προς τα λιβάδια, για να βοσκήσει τα ζώα. Στρώμα του, το χώμα και μαξιλάρι κάποια πέτρα. Έπαιρνε για σκέπασμα ένα «μπλαρότσιολο» κι έτσι ξημέρωνε. 5. Εργάτης Υλικών Για να χτιστεί το σπίτι, η εκκλησία, το γιοφύρι και η μάντρα χρειάζονταν υλικά, πέτρα και άμμος.Ο νοικοκύρης έπρεπε να βρει το μέρος απ’ όπου θα έβγαιναν αυτά τα υλικά. Ο εργάτης αναλάμβανε το βγάλσιμό τους. Χρησιμοποιούσε για εργαλεία την παραμίνα για τα φουρνέλα, το λοστό και τη βαριά για να βγάλει και να σπάσει την πέτρα, τον κασμά, το φτυάρι και την κοσκινίστρα για να βγάλει και να κοσκινίσει την άμμο.Εκτός απ’ όλα τούτα, απαραίτητα ήταν και τα εκρηκτικά: Δυναμίτης, καψούλια, μαύρο μπαρούτι και φυτίλι. Μ’ αυτά μπορούσε να πάρει εκδίκηση από τις πέτρες, που όλη μέρα αντιστέκονταν στη δύναμή του και στο βάρος «της βαριάς». Το βραδάκι ακούγονταν οι φωνές του μιναδόρου «φουρνέλο – φουρνέλο – φουρνέλο» και στη συνέχεια τα «μπαμ – μπουμ». Αφού ο κίνδυνος περνούσε, έβγαινε από τον κρυψώνα του και γύριζε ξανά στη δουλειά του. Ήθελε να καμαρώσει τα αποτελέσματα του δυναμίτη και του μπαρουτιού. Ένιωθε θριαμβευτής. Έστριβε ένα τσιγάρο και καθόταν σε μια πέτρα να καπνίσει. Έπαιρνε την εκδίκησή του απ’ τις πέτρες που όλη μέρα τις πότιζε με τον ιδρώτα του. Αναλογιζόταν πόσο μεγαλύτερη είναι η δύναμη του μυαλού από τη δύναμη των χεριών του. Ήταν η ηθική του ικανοποίηση. Εκείνη την ώρα είχε σταματήσει τη δουλειά του. Το μυαλό του ευκαιρούσε και του περνούσε η σκέψη: «Θα αργήσει πολύ άραγε να γίνει κι αυτός χτίστης για να μη παλεύει όλη μέρα με τις πέτρες; » Νόμιζε πως η δουλειά του χτίστη ήταν πιο εύκολη, πιο ξεκούραστη. Νύχτωνε σχεδόν, όταν έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού για ξεκούραση. Τα ίσκια είχαν πολύ ώρα που κρύφτηκαν στο απέναντι βουνό. 6. Βοηθός Χτίστη Το χτίσιμο στο εσωτερικό του τοίχου γινόταν συνήθως από τον βοηθό του χτίστη. Αυτός είχε περάσει όλα τα προηγούμενα στάδια κι έτσι είχε μια κάποια πείρα της δουλειάς. Φρόντιζε όχι μόνο να χτίζει, ακλουθώντας στην πρόοδο της δουλειάς τον τεχνίτη που έχτιζε απ’ έξω, αλλά και να μη λείπει τίποτα. Σκυφτός πάντα, αμίλητος, έτοιμος να δεχτεί τις συμβουλές και τις παρατηρήσεις του Μάστορα για την τοποθέτηση της πέτρας πάντα με «μαξιλάρι», για το γέμισμα του τοίχου με πετραδάκια και λάσπη, για τη «φέξη», που έπρεπε ν’ αφήνει το «ράμμα».Αυτός κουβαλούσε το αγκωνάρι στη σκαλωσιά, γιατί ήταν βαρύ και το λασποπαίδι δεν μπορούσε να το σηκώσει. Θα έδινε πάντα πρώτα στο μάστορα το τσουκάλι με το νερό και μετά θα έπινε αυτός. Ποτέ δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη. Όταν ο μάστορας έστριβε τσιγάρο, έχτιζε κι αυτός – πάντα δοκιμή – και καμιά πέτρα απ’ έξω. Κι εκεί πάνω στην πράξη, με τις συμβουλές του μάστορα, μάθαινε την τέχνη. 7. Γεωργός Οργώνει τη γη στις αρχές του φθινοπώρου, μετά από τις πρώτες βροχές και σπέρνει το σπόρο του προϊόντος που επιθυμεί. Για το όργωμα χρησιμοποιούσε το ξύλινο αλέτρια και αργότερα το σιδερένιο, φροντίζοντας τα σπαρτά του όλο το χρόνο. Σκάλιζε πότιζε ξεβοτάνιζε και στο τέλος μάζευε τους καρπούς για να ζήσει την οικογένειά του τον υπόλοιπο χρόνο μέχρι την καινούργια σοδιά. Αξίζει να αναφέρουμε για τα εργαλεία του γεωργού που σήμερα δεν υπάρχουν καθώς αντικαταστάθηκαν με σύγχρονα μηχανήματα, καθώς επίσης για τα είδη καλλιέργειας και τον τρόπο που τα καλλιεργούσαν:Το ΑλέτριEργαλείο κάθε οικογένειας, απαραίτητο για το όργωμα των χωραφιών τους. Το πρωτο αλετρι ηταν ξυλινο και πολυ αργοτερα αντικατασταθηκε απο το σιδερενιο. Το ξύλινο αλέτρι αποτελούνταν από: 1. Την χειρολαβή. 2. Το σύρτη (ήταν ένα ξύλο (3) μέτρα περίπου, λίγο καμπυλωτό στη μέση, συνδέονταν στην μπροστινή του άκρη με το ζυγό και το πίσω μέρος ήταν καρφωμένο πάνω στο αλετροπόδι για να τραβά το αλέτρι). 3. Το ζυγό (ελαφρύ ξύλο, κυρίως από πλάτανο, που κάθιζε πάνω στο σβέρκο των ζώων, για να τραβούν το αλέτρι). 4. Τις ζέβλες (αποτελούνταν από μικρά καμπυλωτά ξύλα τα οποία ανά δύο περνούσαν από τις τρύπες που υπήρχαν στις άκρες του ζυγού και έδεναν στο λαιμό των ζώων) 5. Το αλετροπόδι: Είχε σχήμα ποδαριού και ήταν η βάση του αλετριού. 6. Τα Φτερά 7. Το Υνί: Ήταν σιδερένιο, προσαρμόζονταν στην άκρη του αλετροπόδι, είχε μύτη και φτερά από ατσάλι για να σχίζει το χώμα και να οργώνει. 8. Τις αλιμαργιές (Μαξιλαράκια από δέρμα) : τοποθετούνταν για να μην τρίβει ο ζυγός το λαιμό των ζώων. 9. Τη Σβάρνα: Ίσιωνε το χώμα μετά το όργωμα. Ήταν ξύλινη κατασκευή που την έσερναν τα βόδια αντί για αλέτρι και πάνω σ΄ αυτή ήταν ο ζευγίτης. 10. Τη βουκέντρα (συμπληρωματικό εργαλείο): Ήταν ένα ξύλινο καντάρι 2,5 μ. περίπου που στο ένα άκρο είχε σίδερο σε σχήμα Δ με το οποίο καθάριζε τις λάσπες από το αλέτρι, και στην άλλη άκρη ένα καρφί που κεντούσε τα ζώα για να προχωρούν γρηγορότερα. Τα ζώα που χρησιμοποιούνταν για το όργωμα, ήταν κυρίως αγελάδες, αλλά και μουλάρια ή γάιδαροι. Άλλα αγροτικά εργαλεία: Δρεπάνι: για το θερισμό του σιταριού και κοπή των χόρτων. Τσεκούρι: για το κόψιμο των ξύλων. Κόφτρα : μεγάλο πριόνι με δύο λαβές (περίπου 2 μ.) για το πριόνισμα μεγάλων κορμών δέντρων. Πριόνι.Βαριά και σφήνες: (ξύλινες ή μεταλλικές): για το σχίσιμο των ξύλων. Κοσιά: για το κόψιμο του τριφυλλιού. Στατέρι ή καντάρι για ζύγισμα. Είχε δύο πλευρές, από τη μία ζύγιζε ελαφρά και από την άλλη βαριά αντικείμενα. Παλάντζα: για το ζύγισμα αντικειμένων. Κλαδευτήρι: για το κόψιμο κλωναριών δέντρων. Κασάρι: Εργαλείο για κόψιμο χόρτων, βάτα κλπ Μπέλι : Ήταν σαν ίσιο φτυάρι, για το σκάψιμο των κήπων. Τσαπί: κυρίως για το σκάλισμα των κήπων. Κασμάς.Φτυάρι.Γράνα.Παραμίνα – Λοστός: βοηθούσαν στο άνοιγμα τρύπας για διάφορες χρήσεις (λούρες, πασσάλους, φουρνέλα κλπ). (Συγκέντρωση των στοιχείων: πληροφορίες από γέροντες – γερόντισσες του χωριού) Καλλιέργειες: Παλιά, κάθε σπιτικό φρόντιζε να καλλιεργεί όλα εκείνα τα αγαθά που είχε ανάγκη για να τραφεί η οικογένεια, όλο το χρόνο. Από το σιτάρι και το καλαμπόκι έφτιαχναν αλεύρι εξασφαλίζοντας το ψωμί, αλλά και τροφή για τα ζώα. Αποθηκεύανε την σοδιά από τις πατάτες, τα φασόλια, τα κουκιά, τις φακές, τα κρεμμύδια, κλπ για να έχουν τροφή για τον υπόλοιπο χρόνο, μέχρι να έρθει η νέα σοδιά. Το τριφύλλι, τα φύλλα από τις καλαμποκιές, τις σκαμιές, τις συκιές, αφού τα ξεραίνανε στον ήλιο τα αποθηκεύανε στην αποθήκη ή στη θημωνιά για να έχουν τροφή τα ζώα το χειμώνα. Πολλές φορές γινόταν ανταλλαγή προϊόντων μεταξύ τους, π.χ. καλαμπόκι με σιτάρι κλπ. ή φορτώνανε καλαμπόκι, σιτάρι και το πηγαίνανε στην Άρτα ή στα Γιάννενα, με τα πόδια, για να το ανταλλάξουν με άλλα είδη που είχαν ανάγκη. Όποιος δεν είχε κτήματα να καλλιεργήσει ή δεν του πήγαινε καλά η σοδειά, τα έβγαζε πολύ δύσκολα πέρα. Τα χρήματα ήταν λιγοστά και μετά βίας κάλυπταν τις ανάγκες για την αγορά ειδών μπακαλικής και ρουχισμού. Αξίζει να αναφερθούμε στις παλιές καλλιέργειες, το χρόνο σποράς αυτών (σύμφωνα με τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής μας), αλλά και την όλη διαδικασία καλλιέργειας μερικών απ΄ αυτών, από τη σπορά μέχρι την παραγωγή. Επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα περισσότερα από τα είδη αυτά, καλλιεργούνται και σήμερα. Χρησιμοποιούνται σπόροι παλιών ποικιλιών και παράγονται υγιεινά και αγνά προϊόντα. Η παραγωγή τους όμως, γίνεται σε μικρές ποσότητες για κάλυψη των αναγκών σε τοπικό επίπεδο. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ: Είδη καλαμποκιού: Καραβίσιο και υβρίδιο Καραβίσιο είναι: Είναι το Λευκό καλαμπόκι, συνήθως έχει μεγάλο καβούκι και ψηλώνει πολύ. Υβρίδιο είναι: Είναι το κίτρινο καλαμπόκι, με μικρότερο καβούκι και ποιό κοντό κορμό. Εχθρός του καλαμποκιού ήταν ο ασβός. Για να τον αντιμετωπίσουν χρησιμοποιούσαν τους εξής τρόπους: έφραζαν τα χωράφια, έβαζαν παγίδες για να πιάσουν τους ασβούς, παραφύλαγαν οι ίδιοι με ή χωρίς ντουφέκια, έβαζαν μέσα σε γκαζοτενεκέδες χελώνες ή σκαντζόχοιρους για να κάνουν θόρυβο και να φοβηθούν οι ασβοί. Μήνας σποράς: Πρώτο όργωμα Μάρτιο, αρχές Απριλίου, δεύτερο όργωμα και σπορά τον Μάιο. Τρόπος σποράς: Όργωμα-Αυλάκι Σκάλισμα: Όταν γίνει 20 εκατοστά (περίπου τέλος Ιουνίου) Πότισμα: Όλο το καλοκαίρι κάθε (7) μέρες περίπου, με άφθονο νερό. Περισυλλογή καλαμποκιάς, φύλων – επεξεργασία: Τον Σεπτέμβριο έκοβαν το πάνω από τον καρπό μέρος, την καλαμποκιά και τα φύλλα (την ξεραίνανε και την χρησιμοποιούσαν για τροφή των ζώων τον Χειμώνα). Η περισυλλογή γινόταν με αλληλοβοήθεια «μεντάτι» (μία στο ένα χωράφι και μία στο χωράφι του άλλου). Περισυλλογή καρπών: Τον Οκτώβριο μαζεύανε τον καρπό «τα καβούκια» και τα μεταφέρανε στα σπίτια για το ξεφλούδισμα. Ξεφλούδισμα: Για το ξεφλούδισμα χρησιμοποιούσαν συνήθως μία πρόγκα 45άρα, ως βοηθητικό εργαλείο για να ανοίγουν στην άκρη τα φύλλα και εν συνεχεία τραβώντας τα προς τα κάτω να απελευθερώνουν τον καρπό. Παράλληλα πρόσεχαν να αφήνουν δύο φύλλα για να μπορούν να δένουν και να κρεμούν τον καρπό για να ξεραθεί. Για το ξεφλούδισμα μαζεύονταν παρέες της γειτονιάς και πηγαίνανε με τη σειρά μια στο ένα σπίτι και μια στο άλλο. Ξεφλουδίζοντας τραγουδούσαν και έλεγαν διάφορες ιστορίες. Οι σπιτονοικοκυρές προσέφεραν κρασί, τσίπουρο, τηγανίτες και καμία πίτα. Επόμενα στάδια επεξεργασίας: Το ξεφλουδισμένο καλαμπόκι το έκαναν αρμάθες με την βοήθεια των φύλλων που προαναφέραμε και το κρεμούσαν (σε σύρματα που υπήρχαν στα ταβάνια των σπιτιών, σε υπόστεγα, στις αποθήκες κλπ) για να ξεραθεί. Κατόπιν το ξεσπύριζαν και το έβαζαν στο αμπάρι. Από εκεί έπαιρναν κάθε φορά την ποσότητα που ήθελαν, το πήγαιναν στο μήλο να το αλέσουν και να το κάνουν αλεύρι. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΙΤΑΡΙΟΥ: Μήνας σποράς: Οκτώβριο-Νοέμβριο Τρόπος σποράς: Σπαρτό & όργωμα Σκάλισμα: Όχι Πότισμα: Όχι Μήνας & τρόπος θερισμού: Ο θερισμός γινόταν περίπου στο τέλος του μηνός Ιουνίου. Από νωρίς το πρωί πήγαιναν στο χωράφι (4-10) άτομα, ανάλογα με το μέγεθος του χωραφιού. Αλλά άτομα θέριζαν, άλλα έδεναν σε μικρά δέματα (σκλίδες) και στο τέλος μεταφερόταν, με τα ζώα, στο αλώνι ή στις αυλές των σπιτιών. Αφού έμενε στον ήλιο για (3-4) ημέρες, άρχιζε το αλώνισμα. Ο θερισμός καθώς επίσης και το αλώνισμα και το λίχνισμα γινόταν με αλληλοβοήθεια «μεντάτι» Περισυλλογή καρπών (αλώνισμα): Χτυπούσαν πάνω σε πλάκα, που την τοποθετούσαν με κλήση (45ο -60ο), συνήθως με ραβδιά, τα δέματα του σιταριού, για να βγει ο καρπός (το σιτάρι). Τα δέματα που έμεναν μετά την αφαίρεση του καρπού, τα συγκέντρωναν πολλά μαζί και τα χτύπαγαν με δύο ξύλα, δεμένα καλά μεταξύ τους με τριχιά, για να έχει πολύ δύναμη (κρατούσαν το ένα ξύλο από την άκρη, το αιωρούσουν στον αέρα, έτσι ώστε να παίρνει δύναμη και χτυπούσε τα δέματα το άλλο ξύλο), για να βγουν και οι τελευταίοι σπόροι. Τρόπος καθαρισμού του καρπού (λίχνισμα, κοσκίνισμα): Αφού μάζευαν τη σοδειά μετά το αλώνισμα, πήγαιναν σε μέρη που είχε πολύ αέρα για να καθαρίσουν το σιτάρι (λίχνισμα). Εκεί έβαζαν τον καρπό (που ήταν σιτάρι αναμεμειγμένο με «λιχνίδια») σε ταψιά, τα σηκώνανε ψηλά και αφήνανε να πέσει λίγο-λίγο ώστε ο αέρας να παίρνει τα λιχνίδια και να πέφτει κάτω (σχεδόν) καθαρό το σιτάρι. Επόμενα στάδια επεξεργασίας (Λιάσιμο, πλύσιμο, αποθήκευση, άλεσμα κλπ): Το σιτάρι μετά το λίχνισμα το πηγαίνανε στη βρύση, το έπλεναν, το άφηναν να στεγνώσει καλά στον ήλιο, το αποθήκευαν στα αμπάρια και από εκεί έπαιρναν κάθε φορά την ποσότητα που ήθελαν και το πήγαινα στο μήλο να το αλέσουν και να το κάνουν αλεύρι. ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΑΛΛΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ, ΕΚ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΜΑΣ: Αγγούρια: Σπέρνονται από το μήνα Μάρτιο μέχρι Μάιο σε γούρνες(1-2 σπόροι), σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ. και ποτίζονται συχνά. Άνηθος: Σπέρνεται τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Οκτώβριο, σπαρτό. Δεν θέλει σκάλισμα και ποτίζεται συχνά. Αρακάς: Σπέρνεται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο σε μικρές γούρνες, σκαλίζεται όταν γίνει 15 εκ. περίπου και ποτίζεται μόνο στην ξηρασία. Βίκος: Σπέρνεται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, δεν χρειάζεται σκάλισμα και πότισμα. Βρώμη: Σπέρνεται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο δεν χρειάζεται σκάλισμα και πότισμα. Καλαμπόκι: Σπέρνεται τον Μάρτιο – Απρίλιο, σκαλίζεται όταν γίνει 20 εκ. και ποτίζεται με άφθονο νερό κάθε 10 ημέρες. Καμπρολάχανα: Σπέρνονται το μήνα Φεβρουάριο σε φυτώριο, μεταφυτεύονται τον Μάρτιο – Απρίλιο, σκαλίζεται όταν γίνει 20 εκ. περίπου και ποτίζονται συχνά. Κολοκύθια: Σπέρνονται από τους μήνες Μάρτιο μέχρι Μάιο σε γούρνες (1-2 σπόροι), σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ. και ποτίζονται συχνά. Κουκιά: Σπέρνονται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, σε γούρνες, σκαλίζονται το μήνα Φεβρουάριο και ποτίζονται σε περίπτωση ξηρασίας. Κρεμμύδια: Σπέρνεται το κορκάρι τους μήνες Μάρτιο Απρίλιο & Οκτώβριο σε αυλάκι. σκαλίζονται όταν γίνουν 15-20 εκ και ποτίζονται ανάλογα. (Το κορκάρι παράγεται ως εξής: Αφήνουμε 10 κρεμμύδια να γίνουν, μέχρι να καρπίσουν. Μαζεύουμε το σπόρο και τον σπέρνουμε για να πάρουμε το κορκάρι, το οποίο ξεραίνουμε στον ήλιο και το φυτεύουμε το Μάρτιο-Απρίλιο). Λάπατα: Σπέρνονται τους μήνες Μάρτιο Απρίλιο & Οκτώβριο σε αυλάκι, σκαλίζονται όταν φυτρώσουν και ποτίζονται συχνά. Λούπινα: Σπέρνονται το Φθινόπωρο και το Χειμώνα. Δεν θέλουν σκάλισμα και πότισμα. Μαϊντανό: Σπέρνεται τους μήνες Μάρτιο και Σεπτέμβριο, σπαρτό. Δεν θέλει σκάλισμα και ποτίζεται συχνά. Μαρούλια: Σπέρνονται από το μήνα Μάρτιο μέχρι Σεπτέμβριο Οκτώβριο. Όταν φυτρώσουν τα αραιώνουμε (μεταφυτεύουμε), σκαλίζονται όταν γίνουν 15 εκ. και ποτίζονται συχνά. Μελιτζάνες: Αρχικά σπέρνονται σε φυτώριο και μεταφυτεύονται από το μήνα Μάρτιο μέχρι Μάιο σε αυλάκι σε απόσταση μεταξύ τους 30-40 εκ., σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ και θέλουν συχνό πότισμα.Μπαζιάδια: Σπέρνονται τον Μάρτιο-Απρίλιο και Σεπτέμβριο-Οκτώβριο σε αυλάκι. Σκαλίζονται όταν γίνουν 10 εκ. και ποτίζονται συχνά. Ντομάτες: Σπέρνονται αρχικά σε φυτώριο τον Φεβρουάριο-Μάρτιο και εν συνεχεία γίνεται μεταφύτευση τον μήνα Απρίλιο. Σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ. και ποτίζονται συχνά. Παντζάρια: Σπέρνονται τους Μήνες Μάρτιο και Σεπτέμβριο σπαρτό. Σκαλίζονται όταν γίνουν 15-20 εκ και ποτίζονται συχνά. Πατάτες: Σπέρνονται από 15 Μαρτίου μέχρι 15 Απριλίου, σε γούρνες ή αυλάκι, σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ. και ποτίζονται ανάλογα. Πιπεριές: Αρχικά σπέρνονται σε φυτώριο και μεταφυτεύονται από το μήνα Μάρτιο μέχρι Μάιο σε αυλάκι σε απόσταση μεταξύ τους 30-40 εκ., σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ και θέλουν συχνό πότισμα. Πράσα: Σπέρνονται τον Μάρτιο-Απρίλιο σε αυλάκι, σκαλίζονται όταν γίνουν 30 εκ. και ποτίζονται συχνά. Σέλινο: Σπέρνεται τους μήνες Μάρτιο και Σεπτέμβριο, σπαρτό. Σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ. και ποτίζονται συχνά. Σέσκουλα: Σπέρνονται τους μήνες Μάρτιο και Οκτώβριο, σπαρτό. Σκαλίζονται όταν γίνουν 15-20 εκ. και ποτίζονται συχνά. Σιτάρι: Σπέρνεται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, δεν χρειάζεται σκάλισμα και πότισμα. Σκόρδα: Σπέρνονται το μήνα Οκτώβριο, σε αυλάκι. Θέλουν σκάλισμα και πότισμα. Τριφύλλι: Σπέρνεται τους μήνες Φεβρουάριο-Μάρτιο, δεν θέλει σκάλισμα και όσο για πότισμα, υπάρχει ξερικό και ποτιστικό. Φακές: Σπέρνονται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, δεν χρειάζονται σκάλισμα και πότισμα. Φασόλια: Σπέρνονται από το μήνα Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο, σε γούρνες (4-5 σπόροι), σκαλίζονται όταν γίνουν 15-20 εκ. και τοποθετούνται στηρίγματα για να αναρριχηθούν. Ποτίζονται ανάλογα. Φράουλες: Σπέρνονται τον Μάρτιο-Απρίλιο σε αυλάκι, σκαλίζονται όταν γίνουν 10 εκ. και ποτίζονται συχνά. Λοιπά Επαγγέλματα ΜΥΛΩΝΑΣ Ήταν ο ιδιοκτήτης του αλευρόμυλου. Ο μύλος ήταν συνήθως και το σπίτι του μυλωνά. Οι άνθρωποί μεταφέρανε τα αλέσματα στο μύλο το πρωί και επιστρέφανε με το αλεύρι το βράδυ ή πηγαίνανε και τα παίρνανε την άλλη ημέρα. Οι υδρόμυλοι, κινούνταν με τη δύναμη του νερού. Ο αλεστικός μηχανισμός αποτελούνταν από δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, η μια πάνω στην άλλη από τις οποίες η κάτω ήταν ακίνητη και η πάνω περιστρεφόμενη. Το άλεσμα (σιτάρι, καλαμπόκι) διοχετεύονταν ανάμεσα στις δύο μυλόπετρες από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω, περιστρεφόμενης, μυλόπετρας και με την περιστροφή συνθλίβονταν ανάμεσα τους και μετατρέπονταν σε αλεύρι, το οποίο έπεφτε σε ένα ξύλινο δοχείο στο εμπρόσθιο μέρος του μύλου απ’ όπου το μαζεύανε και το βάζανε στα τσουβάλια. Η περιστροφή της πάνω μυλόπετρας γινόταν από ένα μηχανισμό που βρισκόταν σε έναν χώρο, κάτω από τις μυλόπετρες, με τη βοήθεια μιας φτερωτής που γύριζε με τη δύναμη του νερού, που έπεφτε πάνω της. Ο μυλωνάς σαν αμοιβή κρατούσε το αλεστικό, που ήταν ένα ποσοστό από το άλεσμα. Στην περιοχή μας υπήρχαν μόνο νερόμυλοι, δύο τον αριθμό, από τους οποίους ο ένας του Πολύζου στον «Γκότεβο» εξακολουθεί να δουλεύει και σήμερα. ΓΑΝΩΤΗΣ (ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ) Είναι ο τεχνίτης που γάνωνε τα χαλκωματένια σκεύη. Καθάριζε καλά το σκεύος, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το έτριβε καλά με άμμο. Αφού το καθάριζε, έβαζε το σκεύος πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα χλωριούχο αμμώνιο, για να στρώσει καλύτερο το καλάι. Το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σε όλη την επιφάνεια με ένα χοντρό ύφασμα και στο τέλος το σκούπιζε με βαμβάκι για να γυαλίσει. ΝΕΡΟΦΟΡΟΣ Ρύθμιζε τη διανομή του νερού στους κατοίκους για να ποτίσουν τα χωράφια τους. Τηρούσε τη σειρά του ποτίσματος και έδινε στον καθένα τις ώρες που του αναλογούσαν, όπως αυτές αναγράφονταν σε ειδική κατάσταση η οποία είχε συνταχθεί από μία επιτροπή του χωριού και ήταν αποδεκτή απ΄ όλους. Δούλευε από την Άνοιξη μέχρι το Φθινόπωρο και τον πλήρωναν οι ίδιοι οι κάτοικοι. ΝΤΕΛΑΛΗΣ Γύριζε σε όλο το χωριό και φώναζε αυτό που έπρεπε να μάθουν οι χωριανοί. Ο ντελάλης έπρεπε να είναι βροντόφωνος και συνήθως στεκόταν στα ψηλότερα σημεία για να μπορεί να ακούγεται από όσο το δυνατόν περισσότερους. Μερικά σημεία, από τα οποία φώναζε ο τελάλης ήταν, η πλατεία, το αλώνι της Λάμπρος και το Μνημείο (για να ακούγεται στο Μεγαμπέλι). ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ Είχε στην κατοχή του ζώα (άλογα, μουλάρια) που τα χρησιμοποιούσε για την μετακίνηση των ανθρώπων και τη διακίνηση των προϊόντων, ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς. ΚΑΛΑΘΑΣ Είναι ο τεχνίτης που έπλεκε καλάθια και πανέρια από καλάμια. ΟΜΠΡΕΛΑΣ Ήταν ο τεχνίτης που επισκεύαζε κατεστραμμένες ομπρέλες. ΚΑΡΕΚΛΑΣ Ήταν ο τεχνίτης που έφτιαχνε ψάθινες καρέκλες. Επίσης περνούσε από τα σπίτια και επισκεύαζε τις κατεστραμμένες καρέκλες. ΣΙΔΕΡΑΣ Κατασκεύαζε στο αμόνι όλα τα σιδερένια εργαλεία και αντικείμενα (το επάγγελμα του σιδερά δεν υπήρχε χωριό μας). ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Οι ξυλοκόποι έκοβαν και πελεκούσαν ξύλα στο δάσος. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν η κόφτρα (πριόνι μεγάλο με δύο λαβές),πριόνια χειρός, τσεκούρια και σφήνες. ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ Ο Τεχνίτης που κατασκεύαζε καινούργια και επισκεύαζε παλιά υποδήματα. ΚΑΦΕΤΖΗΣ Ήταν ο ιδιοκτήτης καφενείου. Το καφενείο ήταν ο χώρος συγκέντρωσης και διασκέδασης. Εκεί μαζεύονταν οι άνδρες και περνούσαν την ώρα τους πίνοντας, παίζοντας χαρτιά (δηλωτή, πρέφα κλπ) και γλεντώντας. Το καφενείο άνοιγε νωρίς το πρωί και έκλεινε αργά το βράδυ. Τα έπιπλά του αποτελούνταν από τον πάγκο με τη γκαζιέρα, τα μπρίκια και τις μπουκάλες με τα ποτά, μερικά ξύλινα ράφια με τα φλιτζάνια και τα ποτήρια, τις ψάθινες καρέκλες και τα ξύλινα τετράγωνα τραπέζια. Για θέρμανση είχαν τις ξυλόσομπες, για φωτισμό τις λάμπες και αργότερα το «λουξ». ΜΠΑΚΑΛΗΣ Πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα. Η συναλλαγή γινόταν συνήθως βερεσέ. Τα βερεσέδια σημειώνονταν στο «τεφτέρι» που τηρούσε ο ίδιος αλλά και στο «τεφτέρι» του πελάτη και διαγράφονταν όταν έπαιρνε τα χρήματα. Η εξώφλιση των βερεσέδων γινόταν συνήθως όταν επέστρεφαν οι άνδρες από το ταξίδι. Το μπακάλικο συνήθως ήταν και καφενείο. ΒΑΡΕΛΑΣ Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελιών. Τα κατασκεύαζαν από ξύλο βελανιδιάς, καρυδιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία, το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, το βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα σιδερένια στεφάνια, τα χτυπούσαν για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Δεν υπάρχουν στοιχεία για την ύπαρξη ή όχι του επαγγέλματος στο χωριό μας, πλην όμως πολύ ήταν αυτοί που γνώριζαν την τέχνη της επισκευής και καθαρισμού των βαρελιών. ΓΥΡΟΛΟΓΟΣ Ή ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ Έφερνε παλιά στα χωριά, φορτωμένος ή με το ζώο ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς: υφάσματα, τραπεζομάντιλα, σεντόνια, φανέλες, βαφές και πολλά άλλα. ΖΕΥΓΑΣ Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα και τη σπορά των χωραφιών. ΔΕΡΜΑΤΑΣ Ή ΤΟΜΑΡΑΣ Αγόραζε δέρματα (τομάρια) από σφαγμένα ζώα. Τα παραλάμβανε στο μαγαζί του ή πήγαινε ο ίδιος στα σπίτια και στα χωριά και τα μετέφερε. Στη συνέχεια τα γύριζε ώστε το τριχωτό μέρος να είναι μέσα, τα καθάριζε, τα αλάτιζε με χοντρό αλάτι, τα τέντωνε τοποθετώντας από το μέσα μέρος ξύλινες βέργες και τα κρεμούσε στον ήλιο για να ξεραθούν και να μη σαπίσουν. Όταν συγκέντρωνε σημαντική ποσότητα τα πουλούσε στον έμπορα ο οποίος με τη σειρά του τα πουλούσε στα εργοστάσια επεξεργασίας δερμάτων. ΖΩΕΜΠΟΡΟΣ Αναλάμβανε τις αγοραπωλησίες των ζώων. Περνούσε τακτικά από τα χωριά αγοράζοντας και πουλώντας κυρίως, άλογα μουλάρια και γαϊδούρια. Η αγοραπωλησία τις περισσότερες φορές γινόταν κατόπιν παραγγελίας, αφού ερχόταν οι ενδιαφερόμενοι σε επικοινωνία μαζί του. ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ Τοποθετούσε στις οπλές των αλόγων, γαϊδουριών τα πέταλα για να μη φθαρούν οι οπλές τους, αλλά και να μην γλιστρούν τα ζώα. Για το πετάλωμα έδεναν το ζώο, έβγαζαν με την τανάλια τα παλιά πέταλα, έκοβαν με το μαχαίρι το νύχι που προεξείχε, καθάριζαν την οπλή, έβαζαν το καινούργιο πέταλο και το κάρφωναν με ειδικά καρφιά, προσέχοντας να μπουν στο ξερό μέρος της οπλής. ΣΑΜΑΡΑΣ Ή ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ Ο σαμαράς κατασκεύαζε σαμάρια, απαραίτητος εξοπλισμός των ζώων στις μεταφορές. Ο σκελετός ήταν κατασκευασμένος με σανίδια πλατάνου και εσωτερική επένδυση από δέρμα και ύφασμα τσουβαλιού, γεμισμένη με άχυρα, ώστε να μην πληγώνεται το ζώο από το βάρος του φορτίου. Το σαμάρι το στερεώνανε στην πλάτη του ζώου με δερμάτινες χονδρές λουρίδες (δεν υπάρχουν στοιχεία για την ύπαρξη ή όχι του επαγγέλματος στο χωριό μας). ΤΣΟΠΑΝΗΣ Ή ΒΟΣΚΟΣ Από τις ποιο παλιές ασχολίες του ανθρώπου. Ο τσοπάνης κρατώντας στα χέρια του την γκλίτσα, με την κάπα στους ώμους του και τη φλογέρα του, συνόδευε τα κοπάδια στα βοσκοτόπια. ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ Η μηχανή του ήταν ένα τετράγωνο κουτί (σκοτεινός θάλαμος ή κάμερα) που στηριζόταν σε τρίποδο. Στο πίσω μέρος του κουτιού υπήρχε ένα μαύρο κάλυμμα από το οποίο έβαζε το χέρι του μέσα στο κουτί όταν φωτογράφιζε. Στο κουτί υπήρχε και ένα σκαφάκι με υγρό, μέσα στο οποίο κουνούσε το χαρτί της φωτογραφίας, μέχρι να ζωντανέψει η φωτογραφία. Η αρχική φωτογραφία ήταν το αρνητικό, το οποίο φωτογράφιζε ξανά ώστε να δημιουργηθεί η κανονική φωτογραφία (αρνητικό του αρνητικού). ΡΑΦΤΗΣ Ήταν ο δημιουργός των ανδρικών ενδυμάτων και ο επιδιορθωτής αυτών. Στο μαγαζί του που μπορεί να ήταν και το δωμάτιο του σπιτιού του, υπήρχαν τόπια υφασμάτων, μια μηχανή ραψίματος και ένας πάγκος με το ψαλίδι τη μεζούρα τις κλωστές και τα βελόνια. ΚΑΜΙΝΙ Τα ασβεστοκάμινα τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι: άνοιγαν ένα μεγάλο λάκκο βάθους 1,30μ και διάμετρο συνήθως 2-3 μ., έχτιζαν τα τοιχώματά του με πέτρα «σπέλα» (τρυπητή πέτρα) σε δύο σειρές και συνέχιζαν προς τα πάνω με την ίδια πέτρα και λάσπη σε ύψος 1,50 μ. περίπου πάνω από το έδαφος, αρχίζοντας από την επιφάνεια του εδάφους να κλείνει όπως ένας φούρνος. Άφηναν ανοιχτή μία πόρτα 0,70Χ0,70, από την οποία έριχναν μέσα τα ξύλα και εν συνεχεία την έκλειναν με τις ίδιες πέτρες αφού άναβαν από κάτω δυνατή φωτιά που έκαιγε δυο τρεις μέρες συνέχεια κι έτσι έκαναν τον ασβέστη. Μετά την καύση χρειαζόταν ακόμα μία μέρα για να κρυώσει το καμίνι και εν συνεχεία μεταφέρανε τον ασβέστη στο ασβεσταριό. Το ασβεσταριό ήταν ένας λάκκος μέσα στον οποίο ρίχνανε τον ασβέστη και νερό και τη μετατρέπανε από στερεά σε υγρά μορφή. ΜΟΔΙΣΤΡΑ Ασχολούνταν με τη γυναικεία ενδυμασία. Ως εργαστήριο χρησιμοποιούνταν συνήθως το δωμάτιο του σπιτιού στο οποίο υπήρχαν η μηχανή ραψίματος, ψαλίδια, μεζούρες, κλωστές και βελόνια.
Γυναικείες ασχολίες Για τις ασχολίες του σπιτιού το κύριο βάρος έπεφτε στη γυναίκα. Ηλεκτρικό ρεύμα και ηλεκτρικές συσκευές δεν υπήρχαν. Η μόνη πηγή ενέργειας για το φωτισμό, τη θέρμανση του σπιτιού, το μαγείρεμα, το ζέσταμα του νερού και για άλλες χρήσεις ήταν το τζάκι. Γύρω από το τζάκι μαζευόταν τα βράδια η οικογένεια, συζητούσαν, έλεγαν ιστορίες οι γεροντότεροι και με το λιγοστό του φως, έπλεκαν και κεντούσαν. Νερό δεν υπήρχε στα σπίτια όπως σήμερα και για όλες τις ανάγκες τις οικογένειας, το κουβαλούσανε οι γυναίκες, από τις βρύσες του χωριού, την σπαρτιάη, τις γκορτσιές ή από κάποια άλλη πηγή του χωριού. Για τη μεταφορά του νερού χρησιμοποιούσαν τη νεροβάρελα, που τη φορτώναμε με τριχιά στην πλάτη, τον «τσίγκο» που τον μετέφεραν στο κεφάλι και τα παγούρια. ΤΟ ΣΙΔΕΡΩΜΑ:(Σίδερο) Για να σιδερώσουν τα ρούχα οι γυναίκες, έπρεπε αρχικά να ανάψουν φωτιά, αν δεν ήταν αναμμένη, για να δημιουργήσουν κάρβουνα. Το σίδερο για το σιδέρωμα είχε το σχήμα περίπου που έχουν και τα σημερινά. Το πάνω μέρος του σίδερου, που είχε χερούλι, άνοιγε και το εσωτερικό του που ήταν κούφιο, το γέμιζαν με αναμμένα κάρβουνα από το τζάκι. Περιμένανε μέχρι να «κάψει», κουνώντας το πολλές φορές δεξιά, αριστερά με ρυθμό για να ανάψουν περισσότερο τα κάρβουνα και εν συνεχεία σιδερώνανε τα ρούχα, αντικαθιστώντας κατά διαστήματα τα κάρβουνα με άλλα. ΤΟ ΠΛΥΣΙΜΟ ΤΩΝ ΡΟΥΧΩΝ (ΜΠΟΥΓΑΔΑ, ΑΛΙΣΙΒΑ) (κοινόχρηστο πλυσταριό στις βρύσες του χωριού) Για τη «μπουγάδα» (μπουγάδιασμα) των λευκών ρούχων χρησιμοποιούσαν συνήθως κασόνι ή κοφίνι με διάτρητη βάση που το τοποθετούσαν πάνω στην ξύλινη σκάφη για να μαζεύουν τα νερά. Αφού πλένανε τα ρούχα καλά με αλισίβα και σαπούνι τα βάζανε στο κασόνι ή στο κοφίνι. Από πάνω στρώνανε ένα λευκό πανί καλύπτοντας όλη την επιφάνεια μέχρι έξω από τα χείλι του κασονιού και πάνω στο λευκό πανί έριχναν δύο χούφτες κοσκινισμένη στάχτη. Παράλληλα έβραζαν στο καζάνι νερό στο οποίο είχαν ρίξει 2-3 χούφτες κοσκινισμένη στάχτη για να φτιάξουν αλισίβα. Με το βράσιμο του νερού η στάχτη καθότανε στον πάτο του καζανιού. Αφήνανε το νερό της αλισίβας να χλιαρίνει (να μην είναι πολύ καυτό) και στη συνέχεια με ένα δοχείο το ρίχνανε πάνω στη μπουγάδα, σιγά- σιγά, ώστε να περάσει από όλα τα ρούχα και τα αφήνανε έτσι αρκετές ώρες (συνήθως όλο το βράδυ). Με το μπουγάδιασμα τα ρούχα γινότανε κάτασπρα, μαλακά και μοσχοβολούσανε. Στη συνέχεια τα ξεπλένανε με άφθονο νερό. Τις περισσότερες φορές τα μεταφέρανε για πλύσιμο και για ξέβγαλμα σε κάποια από τις βρύσες του χωριού, έχοντας μαζί τους και καζάνι για να ζεσταίνουν το νερό. Η αλισίβα πέραν από τις ιδιότητες του λευκαντικού και του μαλακτικού των ρούχων, μαλάκωνε το νερό, με αποτέλεσμα το σαπούνι να βγάζει περισσότερη σαπουνάδα και έτσι τα ρούχα να πλένονται καλύτερα. Για το πλύσιμο των χοντρών μάλλινων ρούχων, των κουρελούδων, των κουβερτών κλπ, χρησιμοποιούσαν συνήθως το πλυσταριό, στις βρύσες του χωριού, όπου υπήρχε και άφθονο νερό αλλά και ειδικές κατασκευές για το πλύσιμο και κοπάνισμα των ρούχων. Αρχικά τα αφήνανε να μουλιάσουν μέσα στο νερό. Στη συνέχεια τραβώντας τη μία άκρη τα κοπάνιζαν πάνω σε ειδική κατασκευή που υπήρχε στο πλυσταριό ή σε επίπεδη πλάκα με τον κόπανο και διπλώνοντάς τα λίγο-λίγο συνέχιζαν να τα χτυπούν, ώστε να κοπανίσουν όλο το ρούχο για να φύγουν οι βρωμιές.Στο τέλος τα ξεπλένανε με άφθονο νερό. Σ΄ αυτή τη διαδικασία δεν χρησιμοποιούσαν απορρυπαντικό, παρά μόνο σαπούνι σε μερικές περιπτώσεις. Ο κόπανος ήταν ένα ξύλο μήκους 70 εκ περίπου το μισό περίπου ήταν φαρδύ περίπου 10 εκ. για να χτυπά τα ρούχα και το υπόλοιπο κατέληγε ποιο λεπτό και κυκλικό για να πιάνεται με το χέρι. Άλλος ένας τρόπος για το πλύσιμο των χοντρών ρούχων, ήταν η νεροτριβή. Μεταφέρανε τα ρούχα στο μύλο, τα ρίχνανε μέσα στη νεροτριβή και αφού καθαρίζανε με την πίεση και περιστροφή του νερού, τα βγάζανε, τα αφήνανε να στεγνώσουν στον ήλιο και εν συνεχεία τα μετέφεραν στο σπίτι. ΨΗΣΙΜΟ ΦΑΓΗΤΩΝ ΣΤΗ ΓΑΣΤΡΑ Στη γάστρα ψήνανε το ψωμί, τις πίτες και άλλα φαγητά του φούρνου, ακολουθώντας την εξής διαδικασία. Βάζανε στη γωνιά πολλά κλαδιά (κλαρούδια), από πάνω βάζανε τη γάστρα, τα ανάβανε και τα αφήνανε να καούν, μέχρι να γίνουν κάρβουνα. Με αυτό τον τρόπο «καιγότανε» η γωνιά και η γάστρα. Στη συνέχεια κατεβάζανε τη γάστρα ή την κρεμούσανε στην κρεμαστάλα, πάνω από τη γωνιά, τραβούσανε στην άκρη τα κάρβουνα, βάζανε το ταψί με το φαγητό στη γωνιά, το σκεπάζανε με την καμένη γάστρα, πάνω στην οποία βάζανε τα κάρβουνα που είχανε τραβήξει στην άκρη και αφήνανε το φαγητό να ψηθεί. ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΦΕ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΙΠΕΡΙΟΥ (χειρόμυλος) Ο καφές δεν ήταν κομμένος σε συσκευασία ή χύμα όπως σήμερα. Αγοράζανε κόκκους (σπυρί) καφέ ακαβούρδιστους. Ανάβανε φωτιά με κλαρούδια, για να έχει φλόγα, βάζανε τους κόκκους (σπυριά) του καφέ μέσα στον «ψήστη» και τον περιστρέφανε πάνω από τη φλόγα, μέχρι να καβουρδιστεί ο καφές. Τον καβουρδισμένο πλέον καφέ τον βάζανε σε δοχείο και τον κόβανε με τον χειρόμυλο. Επίσης σε ξεχωριστό χειρόμυλο κόβανε τους κόκκους του πιπεριού. ΚΕΝΤΗΜΑ-ΠΛΕΞΙΜΟ Οι κοπέλες από μικρές μάθαιναν τις βελονιές της κεντητικής και κεντούσαν τα προικιά τους. Το κέντημα και το πλέξιμο γινόταν το βράδυ στο τζάκι ή όταν πηγαίνανε να βοσκήσουν τα ζώα. ΥΦΑΝΤΡΑ Ήταν από τις κύριες γυναικείες ασχολίες. Από τον αργαλειό της υφάντρας θα ’βγαιναν τα μάλλινα και τα βαμβακερά, που θα στόλιζαν τα κρεβάτια, τους τοίχους και τα έπιπλα. Θα ’βγαινε ακόμα η προίκα του κοριτσιού, η φλοκιαστή βελέντζα, η μαντανία, η στρώση, το μαξιλάρι, η κουρελού, το σάσμα (από κατσικίσιο μαλλί – τραγόμαλλο), τα υφαντά σεντόνια και τόσα άλλα, που με την ομορφιά των χρωμάτων τους, έδιναν στο κάθε σπιτικό την ψυχική ευφορία και την αξιοπρέπεια. Αξίζει να σημειωθεί πως και το τραγούδι ακόμα της υφάντρας, ακολουθούσε το ρυθμό των χτυπημάτων του χτενιού και της αλλαγής των ποδιών, για να περαστεί η σαΐτα από την μία μεριά στην άλλη. Πρώτη ύλη το μαλλί, που για να γίνει νήμα, περνούσε από πολλές επεξεργασίες (κούρεμα των προβάτων, πλύσιμο, κοπάνισμα, στέγνωμα, λανάρισμα, γνέσιμο, βάψιμο). Ο αργαλειός συνήθως ήταν μόνιμα στημένος στο κατώι ή στηνότανε μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού. Ο Αργαλειός: Από κανένα σπίτι του χωρίου μας, δεν έλειπε ο αργαλειός, ο οποίος στα παλιά χρόνια θεωρήθηκε σαν μέσο που αντικατέστησε την χειροτεχνία (πλέξιμο). Ο Αργαλειός αποτελούνταν από: Το σκελετόΤο μυτάρι (2ή 4)Το ξυλόχτενοΤο χτένιΤο αντίΤη σφίκτραΤις πατήθρες καιΤις κρούνες.Τη σαΐταΗ Ρόκα: Η ρόκα ήταν εργαλείο ξύλινο, με το οποίο έκλωθαν το μαλλί. Ήταν ξύλινο ραβδί διχαλωτό στην άκρη μήκους 1 μ. περίπου. Στην διχαλωτή άκρη έμπαινε η τουλούπα (το μαλλί) που ήταν για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνονταν στη μέση. Το κλώσιμο γινόταν με την βοήθεια του αδραχτιού (μικρό ραβδί μήκους 40 εκ. περίπου). Στο κάτω μέρος του αδραχτιού για να έχει βάρος τοποθετούσαν το σφοντύλι, το οποίο ήταν από ξύλο σε μορφή κώνου με μία τρύπα στη μέση για να στερεώνεται στο αδράχτι. (Η συγκέντρωση των στοιχείων έγινε από: το βιβλίο Χρ. Θεοδώρου «το Χωριό μου Κουκούλια Τζουμέρκων» και πληροφορίες από γέροντες και γερόντισσες του χωριού) Η κουζίνα χαρακτηρίζεται από ελαφρά γευστικά φαγητά, παρασκευασμένα με απλό τρόπο και με ιδιαίτερη προτίμηση στις πίτες, οι οποίες αποτελούσαν άλλοτε το κύριο γεύμα και άλλοτε συμπλήρωμα αυτού. Μερικά από τα φαγητά της παραδοσιακής μας κουζίνας, είναι: Πίτες: γαλατόπιτα, ζυμαρόπιτα, καθαρόπιτα, καθαρόπιτα ανεβατισμένη, κλαστρόπιτα, κολοκυθόπιτα, λαχανόπιτα (με φύλλα ή μπλατσάρα) μακαρονόπιτα, πρεντζόπιτα, τραχανόπιτα, τυρόπιτα, χλωρόπιτα. Άλλα φαγητά: κοτόπιτα ή κρεατόπιτα (με φύλλα καμένα), κόκορας με φύλα καμμένα, κατσικάκι με χόρτα στη γάστρα, τσουκνίδες αλευρωμένες, λαχανοκεφτέδες, λουλούδια κολοκυθιάς γεμιστά, πατατοκεφτέδες, ντομάτες με αυγά, πρέντζα με αυγά, μπαζίνα, κουρκούτι τηγανίτες κλπ. Ψωμιά: Ψωμί καλαμποκίσιο (μπομπότα), ψημένο στη γάστρα πάνω σε φύλλα κουτσουπιάς. Ψωμί καθάριο, από αλεύρι σιταριού και ψωμί ανεβατό που γινόταν με αλεύρι καλαμποκίσιο, λίγο αλεύρι σιταριού και «προζύμι», ψημένα όλα στη γάστρα.
created koukoulia with
created with