Κουκούλια, παλαιότερα Kουκούλι και Κουκουλίστα, χωριό της Ηπείρου της περιφέρειας Τζουμέρκων. Η μετονομασία σε Κουκούλια έγινε με το Π.Δ. 1-04-1927, ΦΕΚ Α76/1927. Το όνομά του όλως παραδόξως κρατήθηκε Σλαβικό για τουλάχιστον 12 αιώνες.

Το χωριό κατά το 16ο αιώνα καταστράφηκε από την πανώλη. Από την επιδημία επιβίωσε μια νέα γυναίκα με το όνομα Λένω – η οποία κατοικούσε στο Κάτω Λιθάρι – Βυζαντινό Κάστρο – και ο Κωνσταντίνος στη σπηλιά άνωθεν της Λαγκάδας (τοπωνύμιο σήμερα Κωνσταντίνος).
Από το ζευγάρι αυτό σαν αυτόχθονες, και από μετοίκους κτηνοτρόφους από βορειότερα χωριά και από τη Θεσσαλία παρουσιάζεται το 1781 ξανά κανονική ζωή στο χωριό με πέντε συνοικισμούς, το Νιζερό, Μεγαμπέλι, Δενδρώνα (παλαιός ρωμαϊκός και βυζαντινός οικισμός), τη Δημάρα και το Παλαιοχώρι. Η μετονομασία του συνοικισμού από Νιζερό σε Ανατολή έγινε με το Β.Δ 11-5-1954, ΦΕΚ Α101/1954.
Ιστορικά το χωριό κατοικείται από την παλαιολιθική εποχή (σύμφωνα με ευρήματα στο χωριό).
Το πέρασμα των Πελασγών άφησε τα σημάδια του με τα τείχη στη θέση Κωνσταντίνος. Κατά τη διάρκεια της ακμής του Αθαμανικού Κράτους (από Μελισσουργούς μέχρι τον κάμπο της Λαμίας), έπαιξε σπουδαίο ρόλο λόγω της γεωγραφικής θέσης του λόφου, στα βορειοδυτικά σύνορα του κράτους.
Κατά τους κλασσικούς χρόνους πρέπει επίσης να ήκμαζε σύμφωνα με ευρήματα χρυσού αγάλματος της θεάς Δήμητρας, άριστης τεχνογνωσίας ορειχάλκινους δρομείς, κεραμικά, τερακότας κλπ. Φυσικά το χωριό έχει φοβερές γεωλογικές μεταβολές από σεισμούς και μεγάλες κατολισθήσεις και για το λόγο αυτό είναι δύσκολη η Αρχαιολογική έρευνα. Σήμερα ο πληθυσμός του χωριού είναι μικρός λόγω του φαινομένου της αστυφιλίας της ελληνικής υπαίθρου τα τελευταία 30 χρόνια.
Τα Χρόνια Της Τουρκοκρατίας
Στην Κουκουλίστα, όπως και στις άλλες περιοχές, οι Τούρκοι διατήρησαν την Κοινότητα με τους λεγόμενους «Άρχοντες», που τους εξέλεγαν οι κάτοικοι κι εκείνοι τους επικύρωναν την εκλογή. Οι Κοινοτικοί άρχοντες ονομάζονταν και Προύχοντες ή Προεστοί ή Δημογέροντες, αλλά και Κοτζαμπάσηδες, γιατί συνεργάζονταν με τους Τούρκους.
Οι Κοινοτικές Αρχές είχαν πλήρη Διοικητική, Εκτελεστική, Δικαστική και Φορολογική εξουσία. Όλους τους φόρους, που έπρεπε να πάρουν οι Τούρκοι από τα εισοδήματα των κατοίκων, συγκέντρωναν οι Κοινοτικές Αρχές.
Ένα από τα πιο επικερδή τότε επαγγέλματα ήταν του μυλωνά. Γι’ αυτό ο μυλωνάς πλήρωνε φόρο πέντε τουρκικές λίρες, ενώ ο γιατρός τρεις.
Όλες οι παραβάσεις, τα παραπτώματα και γενικά οι μηνύσεις εκδικάζονταν από τους Δημογέροντες, των οποίων ένας ήταν πρόεδρος της Κοινότητας, που τούρκικα τον έλεγαν «Μουχτάρη», οι δε άλλοι ήταν Σύμβουλοι και λέγονταν Τούρκικα «Αγάδες». Η εκδίκαση των διαφορών των κατοίκων γινόταν σε ανοιχτό χώρο, συνήθως στην πλατεία του χωριού ή στο χαγιάτι της εκκλησιάς.
Για να γίνει κάποιος Μουχτάρης ή Αγάς του χωριού, δεν χρειάζονταν να γνωρίζει πολλά γράμματα.
Αρκούσε μόνο να ήταν οικονομικά ανεξάρτητος και κυρίως να είχε πολλά κτήματα, ώστε, αν δεν μάζευε τους φόρους, οι Τούρκοι να τους έπαιρναν από την εκποίηση της περιουσίας του. Φορολογικά προνόμια είχαν ορισμένοι χώροι, που τους ονόμαζαν Βακούφικους.
Μόνο οι χώροι αυτοί δεν πλήρωναν, τη «Δεκάτη» του Σουλτανικού Ταμείου (Μάλ Σεντούκ).
Στο χωριό μας, ως χώρος συγκέντρωσης της «Δεκάτης» ήταν το «Κουτσέκι», τοποθεσία που υπάρχει και σήμερα, με το ίδιο όνομα.
Πέραν από τους τακτικούς φόρους, οι Τούρκοι τους έβαζαν και έκτακτους. Πρώτα ήταν το δέκατο 10% και το όμορο (33%) της κάθε σοδιάς και ο κεφαλικός για κάθε σίγουρο άντρα.
Μετά το 1850 έγινε πετέλ ή νιζάμ, δηλαδή φόρος στρατεύσεως. 

Τον πλήρωναν τα αγόρια, αρχικά όταν έφταναν σε ηλικία 21 χρόνων, δύο μετζίτια το χρόνο, και σιγά, σιγά το έφτασαν να πληρώνουν απ’ τη γέννησή τους κι ύστερα. Τις περισσότερες χρονιές, όταν έφτανε ο Γενάρης, οι χωριανοί αγόραζαν, (30) παράδες την οκά, από το αποθηκευμένο στο «Κοτσέκι», καλαμπόκι, γιατί τελείωνε το δικό τους. Υπήρχαν δύο γέροντες από το σόι των Λιτσαίων (Ζαχαραίων), που χρησιμοποιούνταν σαν γραμματείς και τους οποίους  ονόμαζαν καλαμαράδες, γιατί είχαν μαζί τους πάντοτε τα καλαμάρια. Οι δύο αυτοί καλαμαράδες χρησιμοποιούσαν έναν πρωτόερο (κλητήρα) για ότι ντεσκερέ ήθελαν να ανακοινώσουν ή να στείλουν στις τουρκικές αρχές. Για να κρύψουν από άρπαγες όσα σοδήματα έμειναν τελικά δικά τους, έσκαβαν μέσα στο σπίτι και έφτιαχναν κρύπτες και έβαζαν απάνω τους μια γκλαβανή. Τις κρύπτες αυτές τις ονόμαζαν «μπίμτσες», και οι οποίες σώθηκαν μέχρι τις μέρες μας σε πολλά παλιά σπίτια. Η μεγαλύτερη πληγή για το χωριό μας άνοιγε μια φορά κάθε μήνα, όταν πέρναγε η «κοστάδα», δηλαδή τουρκικό αποσπάσιμα εφίππων αποτελούμενο από (25) άνδρες με επικεφαλής έναν λοχία, τον Τσαούση. Το πέρασμα του αποσπάσματος είχε σκοπό να πληροφορηθεί για την τάξη που  επικρατούσε  στο χωριό. Στο πέρασμά του, κανένας νόμος δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει. Τα πάντα ήταν στη διάθεσή τους. Επειδή ήταν υποχρεωμένοι να τους φιλοξενούν οι χριστιανοί στα σπίτια τους, τους έλεγαν Σοφαρίδες. Προτού φύγει από το χωριό το απόσπασμα, έπρεπε να του παραθέσουν πλούσιο τραπέζι, αποτελούμενο από αρνιά, κότες, πίτες, καλό κρασί και ένα καλό φιλοδώρημα (Μπαξίς) στον αρχηγό (Τσαούση). Αν τυχόν δεν τους φιλοξενούσαν καλά ή δεν έπαιρναν φιλοδώρημα ήταν ικανοί να κάνουν ζημιές, χύνοντας τα κρασιά από τα βαρέλια ή το αλεύρι από τ’ αμπάρια.

 (Πληροφορίες από το βιβλίο του Χρ. Θεοδώρου «Το Χωριό μου Κουκούλια Τζουμέρκων»)

Παραδόσεις Περιοχής 
Σύμφωνα με κάποια παράδοση το χωριό Κουκκούλια ή Κουκουλίστα το ’χτισαν στοιχειωμένοι άνθρωποι. Από εκεί που πρώτα ζούσαν, πριν στοιχειώσουν, ο Θεός τους έδιωξε, με τα τσιμπήματα μεγάλων κουνουπιών. Όσοι γλύτωσαν ήταν οι στοιχειωμένοι. Έφυγαν και σταμάτησαν εδώ στην Τζούμα κι έχτισαν το χωριό Κουκκούλια. Μία άλλη παράδοση μιλάει σχετικά για τα ερειπωμένα κοντινά Κάστρα του Κουκουλιού και του Γεροβουνίου: Ο Πρωτομάστορας του δεύτερου δέχτηκε να παντρέψει την κόρη του με το γιό, του Πρωτομάστορα του Κάστρου των Κουκουλίων. Ο γαμπρός όμως πριν από το γάμο μετάνιωσε, κι ο Πρωτομάστορας του Γεροβουνίου, μέσα στην αγανάκτησή του πέταξε το μαστορικό του σφυρί και γκρέμισε το Κουκουλιώτικο Κάστρο. Ύστερα οι Κουκουλιώτες, μαθήτευσαν κοντά σ’ έμπειρους ξένους οικοδόμους, απ΄όπου έμαθαν τόσο καλά την οικοδομική τέχνη, ώστε έβγαλαν τους καλύτερους μαστόρους της πέτρας (πελεκάνους) και ξανάχτισαν σίγουρο το Κάστρο τους. Κατά μία άλλη εκδοχή το χωριό μας είχε χτιστεί στη θέση, που φέρει σήμερα το όνομα «Παλιοχώρι». Οι κάτοικοί του ύστερα από μια θανατηφόρα επιδημία εξαφανίστηκαν. Κατόρθωσε να γλυτώσει μόνο μία γυναίκα με τα παιδιά της, η οποία κατέφυγε σε μία σπηλιά που βρίσκεται στην τοποθεσία «Δύο λιθάρια», όπου και απομονώθηκε. Η σπηλιά αυτή είναι γνωστή σήμερα με το όνομα  «Μπιστούρα της  Αθάνως». Κατά την παράδοση οι πρώτοι άνθρωποι που έχτισαν τα Κουκούλια ήταν μελαχρινοί, συγγενής φυλή προς τους Σημίτες, κι ύστερα από 200 χρόνια έφυγαν.  

(Βιβλίο Χρ. Θεοδώρου «Το Χωριό μου Κουκούλια Τζουμέρκων») 

Μία άλλη παράδοση αναφέρει:
Για να φτιάσουν το κάστρο της Κουκουλίστας οι Έλληνες, επειδής δεν έβρισκαν εκεί σιμά μεγάλα λιθάρια, πήγαιναν σε δυο ώρες μακριά και κουβάλαγαν πέτρες από πάνω από τα Σχωρέτσαινα. Σήκωναν πέτρες τόσο μεγάλες, που δεν μπορούν τώρα να τις αναταράξουν ούτε με βιζίλες (μοχλούς). Τόσο στοιχειωμένοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι, γυναίκες άντρες. Αλλά τότες τους ήρθε ο σωσμός τους. Ο Θεός έστειλε κάτι κουνούπια που τους τσίμπαγαν και πέθαιναν ο ένας κοντά στον άλλον. Και μια Ελλένισσα, πόφερνε ένα θεόρατο λιθάρι για το κάστρο, δεν πρόφτασε να τ’ αποσώσει στην Κουκουλίστα και πέθανε στο δρόμο. Και το λιθάρι έμεινε σιμά στο λαγκάδι που χωρίζει την Τζιούμα από τα Σχωρέτσαινα. 

(ΗΠΕΙΡΟΣ, ΣΧΩΡΕΤΣΙΝΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, 20. αι.ί.)