Α

α ωρε;, μιλάς σοβαρά; 
α; , δε κατάλαβα;  τι;  ορίστε; 
αα! , (καταφατικό) ναι 
αβέρτα, συνεχώς 
αγανό (το),  το ύφασμα που υφάνθηκα σε αραιά διαστήματα αγάντα, συνεχώς 
αγγιά (τα), κατσαρολικά 
αγκούσα (η), η δυσφορία, η δύσπνοια, μτφ. το άγχος, οι στομαχικές διαταραχές 
αγκωνάρι (το), πέτρα, ο ακρογωνιαίος λίθος  (γωνιασμένη πέτρα για τις γωνίες των σπιτιών) 
αγλέουρας (ο), το καταπέτασμα 
αγρίδια (τα), τα αγίνωτα φρούτα 
αδράχτι (το), εξάρτημα της ρόκας, όπου μαζεύεται το γνέμα 
άϊ, έκφραση εκδίκησης, «άϊ καλά να πάθεις» 
άιστεμας, πάμε να φύγουμε 
άκα,  όχι 
ακόνι (το), ειδική πέτρα που τροχάνε  κοφτερά εργαλεία 
ακορμένω ή ακουρμένω, ακούω με προσοχή αλάργα, μακριά 
αλσίβα (η), είδος παλαιού απορρυπαντικού, απόσταγμα στάχτης χρήσιμο για πλύσιμο. 
αλφάδ (το), αλφάδι, εργαλείο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της κλίσης επιφανειών, μτφ ο μεθυσμένος 
αλφή (η), η αλοιφή, μτφ. ο μεθυσμένος 
αλχτάω,  γαυγίζω 
αμανάτ (το),  ενέχυρο 
αμούρες (οι), τα βατόμουρα 
αμπάρι (το), μεγάλη κασέλα που βάζουν τα γεννήματα (σιτάρι, καλαμπόκι κλπ) 
αμπδάω, πηδάω 
αμπλαούμπλας (ο), άχαρος στις κινήσεις, ειδικά στα χορευτικά 
αμπουξιά  (η), η σπρωξιά 
αμπουριάζω, θολώνω την ατμόσφαιρα, βγάζω ατμό 
αμπόχνω, σπρώχνω 
αναγούλα (η), τάση για εμετό, αίσθημα αποστροφής 
αναμέρα, κάνε στην άκρη 
άναργα, αργά, πολύ αργά 
ανάργια , αραιά, αργά 
αντάρα (η), ομίχλη , θολούρα 
αντικιάζω, σκοπεύω ή βλέπω κάτι καλά 
αντικιαστά, στα τυφλά 
αντράλα (η), βαβούρα, φασαρία, τζερτζελές, πανικός 
αντραποδίθκα,  περδικλώθκα, σκόνταψα 
αξούρστος ή αξούργος (ο),  ο αξύριστος 
απάν, πάνω 
απδισιά, πήδημα 
απέδω,  από εδώ 
απέκει ή απέκεια, από εκεί,  κατόπι 
απθώνω, αφήνω κάτι κάπου 
απκάτ, κάτω 
αποκόβω,  σταματάω το βύζαγμα από τις μανάδες, των κατσικιών και των αρνιών 
αποκούμπι (το),  στήριγμα 
απολο(γ)ιέμαι, απαντώ, μιλώ 
απόπατος (ο), το αποχωρητήριο, αλλιώς και  «σκοπευτήριο» 
απόστασα, κουράστηκα 
απστόμσε ή απστόμσει, αναποδογύρισε 
αρβάλ (το), η λαβή 
αρβάλα,  με τη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλον 
αρβάλας (ο), ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος 
αργαλειός (ο), πλεκτική μηχανή παλιάς εποχής, μτφ. αυνανισμός 
αρίδα (η), το χειροκίνητο τρυπάνι μτφ πόδι 
αρπαλίκι,  η γκλίτσα 
ασήκωτος ή ασιούκωτος (ο), μτφ  ο μεθυσμένος 
ασκέρι (το), στράτευμα 
αστόησα
, ξέχασα 
ασφάκα (η), χαρακτηριστικό φυτό 
ατσούμπαλος (ο), ο απρόσεκτος, χοντροκομμένος 
αυτού, εκεί αφσκιά, ασχήμια 
αφύσκος (ο),  δεν έχει κανονική διάπλαση, άσχημος 
αχαμνά (τα), τα γεννητικά όργανα του άντρα 
άχνα (η), η απόλυτη σιωπή 
αχούρι (το),  αχυρώνας (χορταποθήκη),στάβλος ζώων 
αχπάν, επάνω 

βάβω (η), η γιαγιά 
βαΐζω, γέρνω από τη μια πλευρά του σώματός μου 
βακούφκο (το), κτήμα ή οικόπεδο που ανήκει σε εκκλησίες ή μοναστήρια 
βαλάντωσα (στο κλάμα), έκλαψα πάρα πολύ 
βάρβαρος (ο), αυτοφυές φυτό με ωραίο άρωμα. Το συναντάμε το μήνα Μάιο 
βαρέλα (η), κυλινδρικό ξύλινο δοχείο με το οποίο μετέφεραν νερό στο σπίτι, οι γυναίκες του παλιού καιρού 
βάσκαμα (το), το μάτιασμα 
βασκάνω,  ματιάζω 
βάσταμα (το),  γυναικείο φορτίο (ξύλα, κλαρί, κλπ) 
βατσνιά, αγκάθια – βάτα 
βελάνι (το), το βελανίδι 
βέλαξα, μτφ φώναξα δυνατά ή πόνεσα πολύ 
βελέντζα (η), η φλοκάτη 
βερβερίτσα ή  βερβέρα (η), νυφίτσα 
βετούλι (το), κατσίκι ηλικίας περίπου ενός έτους 
βζόμπαλο (το), το μεγάλο και στρογγυλό γυναικείο στήθος 
βήβα,«στην υγειά σου» (χρησιμοποιείται  αντί της έκφρασης «στην υγεία σου» όταν πίνουμε ποτό) 
βήρα (η), αυτοσχέδια πισίνα της φύσης στα ποτάμια 
βήχω, πληρώνω 
βίτσα (η), βέργα, λεπτό και ευλύγιστο κλαδί, συνήθως κρανιάς (την χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι παλιά για τιμωρία των μαθητών) 
βλάμης (ο), φίλος του γαμπρού, τραπεζοκόμος στο γαμήλιο τραπέζι 
βλαρ, τυλιγμένο ύφασμα, κομμάτι υφαντού πριν την ολοκλήρωση 
βλιώρα (η), η βρωμιά 
βογγάλα (η), τρέξιμο με πολύ γρήγορο ρυθμό 
βουρλοτύρι  ή γαλοτύρι (το), γαλακτοκομικό προϊόν 
βρούβες,  στα χαμένα 
βρούδια, δεξαμενές (κτιστές ή σκαμμένες στο έδαφος) που μαζεύανε νερό για να ποτίζουν τα κτήματα ( εκεί κολυμπούσαμε (κρυφά) τα καλοκαίρια, γνωστό το «οχτάρι»)