Έθιμα του γάμου Το καγκελάρι Έθιμα Χριστουγέννων Έθιμα Μεγάλης Εβδομάδας Άλλα έθιμα

ΈΘΙΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
  Η  χαρά  αυτή  του  γάμου  κρατούσε  (8)  ολόκληρες μέρες. Τα συνοικέσια έκαναν οι προξενητάδες. Στο γάμο οι καλεσμένοι  φέρνανε αντί για δώρα, που κάνουν σήμερα, σφαχτά, πίτες και μπουγάτσες. Ο γαμπρός έβλεπε τη νύφη, όταν ο Νουνός σήκωνε την «τσίπα», με την οποία ήταν σκεπασμένο το πρόσωπό της. Τους αρραβώνες έκαναν οι γονείς ή οι στενοί συγγενείς. Ύστερα καμιά επαφή γαμπρός και νύφη. Σαν ξένοι μέχρι τα στέφανα. Στο γάμο ο γαμπρός ήταν υποχρεωτικό να έχει ένα «βλάμη» (εξάδελφό του ή φίλο του) συνοδό του. Την Τετάρτη βράδυ «πιάναν τα προζύμια», έβαζαν στη μέση απ' το σπίτι το σκαφίδι και δίπλα ένα τσουβάλι με αλεύρι και μία σήτα. Ο βλάμης έριχνε αλεύρι στη σήτα και τότε όσα χέρια μπορούσαν να πιάσουν τη σήτα την κουνούσαν (κοσκίναγαν) λέγοντας ευχές στο γαμπρό: «Να ζήσεις και καλά στέφανα». Στη συνέχεια μία ομάδα ξεκινούσε από το σπίτι του γαμπρού και πήγαινε στο σπίτι της νύφης, με λίγο προζύμι για να αλείψει την νύφη, το ίδιο γινόταν και από το σπίτι της νύφης… Οι συμπέθεροι δεν έπρεπε να συναντηθούν στο δρόμο. Αν τυχόν και συναντιόντουσαν, η μία ομάδα κρύβονταν για να περάσει η άλλη. Όταν έφταναν στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης, τους άλειφαν σταυρωτά με το προζύμι, στο μέτωπο και στο πιγούνι λέγοντας ευχές και στη συνέχεια γλεντούσαν. Μετά, αφού ανάπιαναν τα προζύμια, Το ’ριχναν στο γλέντι όλη τη νύχτα. 

Την Παρασκευή ετοίμαζαν τα «κλούρια» με τα δώρα, τα οποία ο «βλάμης» του γαμπρού, πάντα καβάλα στο άλογο, θα πήγαινε στη νύφη για το κάλεσμα. Όταν έφτανε στην πόρτα της νύφης έριχνε με κουμπούρα ή το γκρα του, τρία ντουφέκια ή πέντε, όσα ήθελε, αρκεί να ήταν μονά. Η κουλούρα ήταν κεντημένη «με ένα κεντρικό λουλούδι και γύρω-γύρω κληματόβεργες με σταφύλια». Στο κέντρο έβαζαν μία λίρα. Όταν πήγαινε ο βλάμης στο σπίτι της νύφης, η νύφη έβγαζε το κέντρο της μπουγάτσας και έπαιρνε τη λίρα. Μετά ο βλάμης και η νύφη τραβούσαν με το ένα χέρι από το κέντρο τη μπουγάτσα για να κοπή. Όποιος έπαιρνε το μεγαλύτεροι κομμάτι ήταν «ο αξιότερος, ο πιο τυχερός».  Έπειτα γύριζε στο σπίτι του γαμπρού φέρνοντας τα δώρα που έστελνε η νύφη. Μετά ο βλάμης θα πήγαινε και τα «κλούρια» του Νουνού. Γυρίζοντας στο σπίτι του γαμπρού αναλάμβανε να σταλούν όλα τα καλέσματα στους συγγενείς και φίλους του γαμπρού. Το ίδιο έκανε και κάποιος συγγενής της νύφης. Μετά όλοι οι καλεσμένοι, τόσο του γαμπρού όσο και της νύφης, έπρεπε να στείλουν στο σπίτι των νεόνυμφων «πρεβέντα» μία μπουγάτσα, μία πίττα και κρέας. Το Σάββατο ο πατέρας του γαμπρού έστελνε ένα δικό του γέροντα στο σπίτι της νύφης, για να καταγράψει την προίκα,  που απαρτιζόταν  συνήθως,  εκτός από τα κεντήματα και τα πανικά προικιά της και τα ατομικά ρούχα της νύφης, που θα ήταν μέσα σ' ένα μπαούλο, απαραιτήτως από σιγκούνια για φόρτωμα, ένα τσαπί, ένα δρεπάνι, μία τσεκούρα, μία τριχιά πολύχρωμη (νυφιάτικη) για να φέρει το κρύο νερό από τη βρύση με τη βαρέλα, μερικά χαλκώματα και τον γιούκο με τα σκεπάσματα. Το βράδυ του Σαββάτου έρχονταν οι πλησιέστεροι συγγενείς, του γαμπρού, ετοίμαζαν κλούρες και σφαχτά, έφταναν τότε και τα βιολιά και γινόταν γλέντι, το λεγόμενο  «ζιαφέτι», που  κρατούσε  όλη τη  νύχτα. Την Κυριακή το πρωί ο γαμπρός με (10) περίπου νέους πήγαινε να πάρει το Νουνό. Όταν γύριζαν στο σπίτι, έβαζαν ένα τραπέζι στη μέση του σπιτιού, όπου ο κουρέας του χωριού ξυράφιζε το γαμπρό. Τα όργανα έπαιζαν, οι γυναίκες τραγουδούσαν και όλοι οι καλεσμένοι ασήμωναν το γαμπρό με γρόσια, λέγοντας την ευχή «Καλά   στέφανα». Το τραγούδι που έλεγαν ήταν σ' όλα τα χωριά το ίδιο «Ξουράφια από τα Γιάννινα και ακόνια από την Πόλη κλπ.». Το μεσημέρι έστρωναν τραπέζι, έτρωγαν πάντα με την συνοδεία των οργάνων (βιολί, κλαρίνο και ντέφι) και μετά το γεύμα ξεκίναγαν για την νύφη, με ντουφεκιές  και  τραγούδια. Όταν έφταναν κοντά στο σπίτι της νύφης τραγουδούσαν το  παρακάτω  τραγούδι: «Ξύπνα περδικομάτα μου κι ήρθα στη γειτονιά  σου, κι αν ήρθες  καλωσόρισες και ας έκαμες και κόπο.Αυτό τον κόπο που ’καμες διπλά θα στον πληρώσω.Από τα ξένα που ’ρχεσαι τι μου ’φερες εμένα.Χρυσά πλεξούδια σου ’φερα να πλέξεις τα μαλλιά σου.Κι αν τα ’φερες τι τα ’θελες και πάλι να τα πάρεις,εγώ τα μαλλιά μου τα ’πλεξα απ’ το Σαββατοβράδυ.Βάλε κρασί στο μαστραπά και βγάλτο στον αέρα,Κι αν δεν το πιώ την Κυριακή, το πίνω τη Δευτέρα ». Στην αυλή του σπιτιού της νύφης, ο πεθερός «ξεπέζευε» τον γαμπρό, τον φιλούσε και τον έζωνε με ένα ζωνάρι, ο δε γαμπρός, του φιλούσε το χέρι. Η πεθερά περίμενε τον γαμπρό στην πόρτα και τον ασπάζονταν. Όταν μπαίνουν μέσα στο σπίτι, ο βλάμης του γαμπρού φόραγε τα παπούτσια της νύφης και στη συνέχεια γινόταν τα στέφανα. Η νύφη συνοδευόμενη από δύο δικούς της έβγαινε από το σπίτι, γύριζε προς το σπίτι της και προσκύναγε τρεις φορές. Όλοι οι καλεσμένοι τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι, που το συνόδευαν οι οργανοπαίκτες: Σ' αφήνω γεια μανούλα μου Σ' αφήνω γεια πατέρα μου ….Σας αφήνω γεια αδέλφια μου ….Σας αφήνω γεια…. Ο γαμπρός έπρεπε να είχε δύο άλογα παραπανίσια, στα οποία φορτώνονταν τα προικιά. Με τραγούδια και ντουφεκιές έφταναν στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί ο πεθερός ξεπέζευε τη νύφη και ένα μικρό αρσενικό παιδί το περνούσαν τρεις φορές στο σαμάρι και από την κοιλιά του αλόγου, τα δε όργανα και οι τραγουδιστές έλεγαν το  παρακάτω  τραγούδι: ΄

                                                                           Έβγα κυρά και πεθερά για να δεχθείς την πέρδικα 
                                                                       το ξεφτεράκι πού ’στειλες, την πέρδικα που σούφερε 
                                                                       για δέστε την πως περιπατεί, σαν άγγελος με το σπαθί

Η νύφη «σπέρνει» πέντε μήλα, ένα στο γαμπρό μπροστά, ένα πίσω και τα άλλα σταυρωτά, προσκυνούσε τρεις φορές και η πεθερά της, έχυνε κρασί με το τσουκάλι, οι δε συμπέθεροι φώναζαν: «Χύσε πεθερά κρασί μην το λυπάσαι». Η πεθερά φιλούσε τη νύφη και όλοι μπαίνανε στο σπίτι, όπου συνεχιζόταν το γλέντι. Την τάξη του γάμου αναλάμβανε ένας γέροντας, ο ίδιος καθόριζε και την σειρά των καλεσμένων, που θα χόρευαν. Όταν τελείωνε η σειρά του χορού των καλεσμένων, έβαζαν στο χορό τα νιόγαμπρα και ήταν η στιγμή που οι οργανοπαίκτες μάζευαν τα περισσότερα γρόσια, γιατί κέρναγαν για το χορό αυτό, όλοι οι καλεσμένοι.  Όταν τελείωνε ο χορός των νιόγαμπρων, ο γέρος που είχε αναλάβει την τάξη του γάμου, σηκωνόταν κρατώντας ένα γεμάτο ποτήρι κρασί και έλεγε την παρακάτω ευχή: 

                                                                           Ετούτο  το ποτηράκι έχει δυο λογιών κρασάκι 
                                                                         και στη κορφή στο ποτηράκι κάθεται ένα πουλάκι 
                                                                                                   και κελαηδεί και λέει: 
                                                             Ετούτο το κρασάκι το πίνουμε στην υγείακαι ευτυχία των νεόνυμφων. 
                                                                              Γεια σας και χαρά σας και καλή καρδιά σας 
                                              να ζήσουν εκατό χρόνια και να κάνουν προκοπήν' ασπρίσουν και να γεράσουν κτλ. 

Σ' αυτό το σημείο εύρισκε καιρό η πεθερά να πάρει την νύφη σε άλλο δωμάτιο, που της είχε ετοιμάσει τηγανίτες με βούτυρο, ζαχαρωμένες. Η νύφη προσκύναγε τρεις φορές και καθόταν στο σκαμνί, χωρίς να τρώει από ντροπή. Κοντά στα ξημερώματα, όταν το γλέντι βρισκόταν στο αποκορύφωμα, έλεγαν και τις ευχές του Νουνού: Να σου ζήσουν νουνέ, Όπως κόπιασες με στεφάνια, να κοπιάσεις και με λάδι. Το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι το πρωί και πριν φύγουν οι  καλεσμένοι,  έπρεπε να τους κεράσει η νύφη.  Μετά το κέρασμα της νύφης όλοι αποχωρούσαν, αλλά ο γαμπρός Δευτέρα και Τρίτη δεν έβλεπε τη νύφη, την Τετάρτη τους καλούσε ο πατέρας της νύφης για τα «πιστρόφια» όπως τα λέγανε και όλο το βράδυ της Τετάρτης γλένταγαν στο σπίτι του. Έτσι συμπληρώνονται οι (8) μέρες του γάμου Τετάρτη σε Τετάρτη, από τα προζύμια μέχρι τα πιστρόφια.    


(Πληροφορίεςαπό το βιβλίο του Χρ. Θεοδώρου «το Χωριό μου Κουκούλια Τζουμέρκων»και από γερόντισσες του χωριού)  


ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΑΡΙ   

Καγκελάρι- Παραδοσιακός χορός   

Πως χορεύεται:        
  
Οι χορευτές σχηματίζουν κύκλο και ενώνουν τα χέρια τους στους αγκώνες και στα δάχτυλα και μοιάζουν με σφιχτοπλεγμένη αλυσίδα.             
Σχηματίζεται ένας μεγάλος, επιβλητικός κύκλος που καλύπτει όλη την περίμετρο της πλατείας. Το χωριό και οι ξένοι, σε μια πρωτότυπη ενότητα έτοιμοι για το  τραγούδι.                  
Πολύ παλιά ο χορός στο καγκελάρι γινόταν διπλός (δύο κύκλοι), εξωτερικά οι άνδρες και εσωτερικά οι γυναίκες.              Αργότερα, ο χορός γινόταν σε έναν κύκλο. Το χορό έσερνε ο προεστών, ο πρωτοκάθεδρος του χωριού, ακολουθούσαν οι γεροντότεροι, στη συνέχεια οι υπόλοιποι άνδρες και ακολουθούν οι γυναίκες, πάλι με τη σειρά της ηλικίας. Στη μέση ξεχώριζε ο «διαφεντευτής» που έκανε κουμάντο για το κανονικό  άνοιγμα του κύκλου, την καλή εκτέλεση του χορού και το τραγούδι.               
Σήμερα ορίζεται ένας ηλικιωμένος σεβάσμιος χωριανός, κάποτε και ιερωμένος που ξέρει το χορό και το τραγούδι και ακλουθούν (7-10) πρωτοπόροι, οι «μπροστάρηδες»  που  τραγουδούν όλοι.          
Οι πρώτοι, οι πιο παλιοί, αρχίζουν το τραγούδι, που τα επαναλαμβάνουν αντιφωνικά οι υπόλοιποι.                  
Ρυθμός αργός, λιτός, λεβέντικος.                  
Κατά τη διάρκεια του χορού, ο πρώτος του χορού, γυρνά αριστερά, δημιουργώντας έτσι ένα δεύτερο, μικρότερο κύκλο, όταν λέει το τραγούδι: «Συ που σέρνεις το χορό , κάνε διπλοκάγκελο … διπλοκαγκελίσματα», στη συνέχεια στο τραγούδι ακούγεται «Κάνε τριτοκάγκελο…»  και νέος κύκλος προστίθεται στους προηγούμενους κ.ο.κ.. μέχρι που ακούγεται  «Συ που σέρνεις το χορό , Τράβα σιάσε το χορό» και επανέρχεται ο χορός στον αρχικό  μεγάλο κύκλο.   

Ιστορία:                 
Το καγκελάρι πήρε το όνομα από τους σχηματισμούς αυτούς, τα καγκελαρίσματα.                 
Το σφιχτό πιάσιμο των χεριών  και τα έντεχνα στριφογυρίσματα  επινοήθηκαν  στα χρόνια της σκλαβιάς, για να ανταλλάσουν οι Έλληνες κάποια μηνύματα και πληροφορίες, χωρίς να παίρνουν είδηση οι Τούρκοι. Συχνά οι υπαινιγμοί ακούγονταν και μέσα στα λόγια των τραγουδιών.                 
Τα σφιχτά δεμένα χέρια  ήταν σαν να έδινε ο ένας στον άλλο θάρρος και το πάτημα στο σκοπό του χορού, ήταν δυνατό και οργισμένο, έμοιαζε σαν να πατούσαν την τυραννία.                 
Το καγκελάρι χορεύεται  σε χωριά των Τζουμέρκων στα καλοκαιρινά πανηγύρια, επειδή τότε  βρίσκονται στα χωριά τους οι ξενιτεμένοι. Στο χωριό μας χορεύονταν παλαιά αλλά και σήμερα στις 16 Αυγούστου.              
Σε άλλα χωριά του Σουλίου  χορεύεται την εβδομάδα της Λαμπρής, όπως γινόταν παλιά. Αρχίζει τη Δευτέρα του Πάσχα και τελειώνει την Παρασκευή της Ζωοδόχου πηγής. Το πρώτο τραγούδι είναι θρησκευτικό, «σήμερα Χριστός Ανέστη….» και η παράδοση θέλει να το αρχίζει ο παπάς του χωριού.  

Λόγια του τραγουδιού: 

1. Τέτοια ώ.,.μωρ' τέτοια ώ... Τέτοια ώρα ήταν εχθές. 

2. Τέτοια ώρα ήταν εχθές, Τέτοια και παραπροχτές. 

3. Στο χορό μωρ 'στο χορό, στο χορό που χόρευαν.

4 . Στο χορό, που χόρευαν, όλο αγόρια και ξανθές. 

5. Όλα αγόρια και ξανθές και κορίτσια ανύπαντρα. 

6. Και στη με...μωρ 'και στη με... και στη μέση στο χορό. 

7. Και στη μέση στο χορό κάθεται χρυσός αετός. 

8. Κάθεται χρυσός αητός και τροχάει τα νύχια του. 

9. Και τροχάει τα νύχια το, τα χρυσά φτερούγια του. 

10.  Το Θεό μωρ' το Θεό, το Θεό παρακαλεί. 

11.  Το Θεό παρακαλεί, Θε μου δως μου δύναμη. 

12.  Θε μου δως μου δύναμη, Θε μου δως μου προθυμιά.

13. Θε μου δως μου προθυμιά,  να ριχτώ ν΄ αρπάξω μιά. 

14. Να ριχτώ ν΄ αρπάξω μια, κι αν   δεν την  εδιάλεγα. 

15. Κι αν δεν την εδιάλεγα, να ’πεφταν τα νύχια μου. 

16. Να ’πεφταν τα νύχια μου, τα χρυσά φτερούγια μου. 

17. Συ, που σε...μωρ 'συ που σε...  συ που σέρνεις το χορό. 

18. Συ, που σέρνεις το χορό σαν κλωνί βασιλικό. 

19. Σαν κλωνί βασιλικό, σαν κλωνάρι αμάραντο. 

20. Σαν κλωνάρι αμάραντο, κάνε πρώτο κάγκελο. 

21. Κάνε πρώτο κάγκελο, Πρωτοκάγγελίσματα 

22.  Συ, που σε.,.μωρ 'συ που  σε...  συ, που σέρνεις το χορό. 

23. Συ, που σέρνεις το χορό σαν κλωνί βασιλικό. 

24. Σαν κλωνί βασιλικό, σαν κλωνάρι αμάραντο. 

25. Σαν κλωνάρι αμάραντο, κάνε Διπλοκάγκελο. 

26. Κάνε Διπλοκάγκελο, Διπλοκάγκελίσματα. 

27. Συ, που σε.,.μωρ 'συ που σε...  συ, που σέρνεις το χορό. 

28. Συ, που σέρνεις το χορό σαν κλωνί βασιλικό. 

29. Σαν κλωνί βασιλικό, σαν κλωνάρι αμάραντο. 

30. Σαν κλωνάρι αμάραντο, κάνε τρίτο κάγκελο. 

31. Κάνε τρίτο κάγκελο, Τριτοκάγγελίσματα 

32. Συ, που σέρνεις το χορό σαν κλωνί βασιλικό. 

33. Σαν κλωνί βασιλικό, σαν κλωνάρι αμάραντο. 

34. Σαν κλωνάρι αμάραντο, κάνε Τετροκάγκελο.

35. Κάνε Τετροκάγκελο, Τετροκάγγελίσματα.

36. Συ, που σέρνεις το χορό σαν κλωνί βασιλικό. 

37. Σαν κλωνί βασιλικό, σαν κλωνάρι αμάραντο. 

38. Σαν κλωνάρι αμάραντο, κάνε πέμπτο κάγκελο. 

29. Κάνε πέμπτο κάγκελο, Πέμπτοκάγγελίσματα

40. Συ, που σέρνεις το χορό, σαν κλωνί βασιλικό.

41. Σαν κλωνί βασιλικό, Τράβα σιάσε το χορό. 

42. Τράβα σιάσε το χορό, είμαι ξένος και θα ιδώ 

43. Είμαι ξένος και θα ιδώ, και θα πάω να μολογώ 

44. Και θα πάω να μολογώ, στα χωριά που θα διαβώ. 

45.  Στα χωριά που θα διαβώ, κείνο που είδα εκειό θα πω. 

46. Μεσ’ τον πε.. μωρ΄μεσ’ τον πε.., μεσ’ τον πέρα μαχαλά

47. Μες τον πέρα μαχαλά, πέθανε μια καλογριά.

48. Πέθανε μια καλογριά και την παν’ στην εκκλησιά

49. Και την παν στην εκκλησιά, με λαμπάδες με κεριά.

50.  Με λαμπάδες με κεριά, με χρυσά εικονίσματα.

51. Με χρυσά εικονίσματα, μ΄ ασημένια  θυμιατά.

52. Μ' ασημένια θυμιατά, με σταρίσια λειτουργιά.

53. Με σταρίσια λειτουργιά, κι ο Δεσπότης πάει μπροστά.

54. Μα τον Ά μωρ’ μα τον Ά, μα τον Άγιο  Αϊ Νικόλα

55. Μα τον Άγιο  Αϊ Νικόλα, τι χορός θα γίνει τώρα. 

56. Μα τον Ά...μώρ 'μα τον Ά, ­μα τον Άγιο Κωνσταντίνο. 

57. Μα τον Άγιο Κωνσταντίνο, το χορό δεν τον αφήνω, 

58. Μα τον Ά...μωρ 'μα τον  Ά­ μα τον Άγιο Αϊ Γιάννη. 

59. Μα τον Άγιο Αϊ Γιάννη, ο χορός πάει γαϊτάνι. 

60. Μα τον Ά...μωρ 'μα τον Ά­ μα τον Άγιο Αϊ Θανάση. 

61. Μα τον Άγιο Αϊ Θανάση, ο χορός δεν θα χαλάσει. 

62. Μα τον Ά...μωρ 'μα τον Ά­ μα τον Άγιο Αϊ Σένη. 

63. Μα τον Άγιο Αϊ Σένη, Κυριακή θα φύγουν οι ξένοι.

(Ακολουθεί το τραγούδι «Μαρία λεν την Παναγιά…»,ή «η Κοστελάτα» που τραγουδιέται από γυναίκες και άνδρες).    
(Η συγκέντρωση των στοιχείων έγινε από: το  βιβλίο Χρ. Θεοδώρου «το Χωριό μου Κουκούλια Τζουμέρκων», άρθρο Γ.Φαρμάκη στην εφημερίδα Τζουμερκιώτικα Νέα, πληροφορίες από γέροντες του χωριού).